Παιδεία κατά τον Πλάτωνα είναι η εξάσκηση που αρχίζει από την παιδική ηλικία και αποβλέπει προς την αρετή, η οποία κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί και να επιδιώκει να γίνει πολίτης τέλειος, να άρχη και να άρχεται με γνώμονα την δικαιοσύνη. Ο Ξενοφών αναγνωρίζει ότι στην πόλη-κράτος ο πολίτης άρχει και άρχεται και, για να γίνει τούτο τέλεια οφείλει να ασκηθεί, για να γίνει ενάρετος. «Η ηθική άσκηση αποτελεί μέρος της παιδείας του ελεύθερου πολίτη, που πρέπει να διαδραματίσει έναν ρόλο και μέσα στην πολιτεία και σε σχέση με τους άλλους».
Σύμφωνα με τους «Νόμους» του Πλάτωνα ακόμη και σε περίοδο ειρήνης όλα τα κράτη βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση . Έτσι συμβαίνει και με τους πολίτες «Στη δημόσια ζωή ο κάθε άνθρωπος αντιπροσωπεύει έναν εχθρό για τον εαυτό του και από όλες τις μάχες, που μπορεί κανείς να κερδίσει, η πρώτιστη, η πιο ένδοξη είν’ εκείνη που κερδίζει απέναντι στον εαυτό του, ενώ η πιο επαίσχυντη από τις ήττες, η πιο άνανδρη είναι το να ηττηθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό.»
«Μια πόλη είναι ενάρετη, αν οι πολίτες που συμμετέχουν στην διακυβέρνηση της είναι οι ίδιοι ενάρετοι. Στο Κράτος μας όμως όλοι οι πολίτες παίρνουν μέρος στη διακυβέρνηση. Εκείνο λοιπόν που πρέπει να εξετάσουμε είναι το ακόλουθο: με ποιόν τρόπο ένα άτομο γίνεται ενάρετο; Γιατί ακόμα κι αν ήταν δυνατόν ολόκληρο το σώμα των πολιτών να είναι ενάρετο, χωρίς κανένας απ’ αυτούς να είναι ατομικά, θα έπρεπε μολοταύτα να προτιμήσουμε την ατομική αρετή, αφού η αρετή του κοινωνικού σώματος στο σύνολό του είναι λογικό επακόλουθο της αρετής του κάθε πολίτη».
Η ευτυχία και η ευταξία μιας πολιτείας εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο εξασφαλίζει την ελευθερία του. «Η ελευθερία αυτή είναι κάτι παραπάνω από μια μη-δουλεία, κάτι παραπάνω από μια απελευθέρωση, που θα καθιστούσε το άτομο ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό καταναγκασμό. Στην πλήρη και θετική της μορφή είναι μια εξουσία που ασκούμε πάνω στον εαυτό μας μέσα στα πλαίσια της εξουσίας που ασκούμε πάνω στους άλλους. Πράγματι εκείνος, που από την ίδια την κοινωνική του θέση βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία των άλλων, δεν πρέπει να προσμένει από τον εαυτό του κίνητρα για εγκράτεια. Του αρκεί να υπακούει στις προσταγές και στις εντολές που θα του δοθούν. Και αντίθετα αυτός που θα εξουσιάζει οτυς άλλους πρέπει να είναι ικανός να ασκεί απόλυτη κυριαρχία πάνω στον εαυτό του: γιατί με τη θέση που κατέχει και ταυτόχρονα με την εξουσία που ασκεί, θα του ήταν εύκολο να ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες και κατά συνέπεια να παραδίνεται σ’ αυτές, αλλά και γιατί οι όποιες παρεκτροπές της διαγωγής του θα είχαν δυσάρεστες επιπτώσεις σε όλους, καθώς και στη συλλογική ζωή της πολιτείας.»
Η παιδεία ως δημιουργός του ατόμου αλλοτε και τώρα
Ο όρος «παιδεία» εισαχθείς στην επιστημονική ορολογία από την κίνηση του Νεοανθρωπισμού και ιδιαίτερα την κίνηση του Τρίτου Ανθρωπισμού, χαρακτηρίζει την αγωγή, η οποία παρέχεται από το κράτος. Η παιδεία όμως είναι κάτι ακόμα ευρύτερο και από την αγωγή, την οποία συμπεριλαμβάνει. Τον 20ο αιώνα ο αρχαίος ελληνικός όρος «παιδεία» απέβη η γενικότερη έννοια, μέσα στο πλάτος της οποίας νοούνταν και όλες οι άλλες συγγενείς και υπάλληλες έννοιες, όπως «εκπαίδευση», «αγωγή», «μόρφωση», «ανατροφή» κλπ.
Για να κατανοήσει κανείς με ποιόν τρόπο το σύγχρονο άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του ως υποκείμενο μιας «παιδείας» είναι απαραίτητο ν’ ανακαλύψει πρώτα απ’ όλα με ποιόν τρόπο αιώνες τώρα ο άνθρωπος της Δύσης οδηγήθηκε στο ν’ αποδεχθεί τον εαυτό του ως «άνθρωπο που χρήζει παιδείας»;
Σίγουρα οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται μακριά από μια «τέχνη του ζην». Μακριά από «έλλογες και θελημένες πρακτικές» που επιτρέπουν στον άνθρωπο όχι μόνο να ορίζει κανόνες διαγωγής, αλλά και να μεταμορφώνει τον εαυτό του, να τροποποιεί την ιδιαιτερότητά του και να καθιστά τη ζωή του έργο, που είναι φορέας συγκεκριμένων αισθησιακών αξιών και ανταποκρίνεται σε ορισμένα κριτήρια τρόπου ζωής. Ήδη στους χρόνους του Σχολαστικισμού (13ος αιων) και της Αναγέννησης – γράφει ο Π.Αναστασιάδης- αναδύεται μια μορφή πολιτισμού και παιδείας, όπου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλου τείνουν να σβήσουν ολοκληρωτικά.
Σύμφωνα με τον Φουκώ η «τέχνη του ζην» έχασε ένα μέρος της σημασίας της και της αυτονομίας της, όταν ενσωματώθηκε στην άσκηση μιας ποιμαντορικής εξουσίας και αργότερα σε πρακτικές παιδαγωγικού, ιατρικού ή ψυχολογικού τύπου.
Εδώ πραγματικά ο άλλος «θνάσκει σιγασθείς», πεθαίνει αποσιωπούμενος, χωρίς δυνατότητα «παρρησίας» και καθολικής ανάδειξης της ετερότητάς του. Οι εποχές που δίνονταν μάχη προς την αλήθεια, για να αποκτήσει κανείς την κατάσταση όπου τείνει να φτάσει με την άσκηση της αυτοκυριαρχίας στη σωφροσύνη, είναι μακριά. Τότε η σωφροσύνη χαρακτηριζόταν ως ελευθερία. Στην αρχαία Ελληνική Σκέψη η ελευθερία δεν νοείται ως ανεξαρτησία ολόκληρης της πόλης. Είναι για τον κάθε πολίτη μια ορισμένη μορφή σχέσης του Είναι με τον εαυτό του. «Ο σώφρων» λέει ο Αριστοτέλης, «δεν επιθυμεί παρά εκείνο, που υπαγορεύει ο ορθός λόγος».
Ο ηθικός πολιτικός στοχασμός της αρχαιότητας απέχει παρασσάγκας από έναν ταυτιστικό λόγο της Νεωτερικότητας. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η προϋπόθεση ύπαρξης ετεροτήτων και ανάδειξής τους-η πόλις- έχει εξαλειφθή. Η ύπαρξη ολοκληρωτικών κρατικών μορφωμάτων δεν θα μπορούσε παρά να βασίζεται σε ένα σύστημα υποχρεώσεων και απαγορεύσεων. Σε μια κωδικοποίηση των πράξεων αλλά και σε μια ερμηνευτική του υποκειμένου. Συχνά ο ηθικός προβληματισμός είναι ισχυρότερος εκεί ακριβώς όπου δεν υπάρχει ούτε απαγόρευση ούτε υποχρέωση. Η απαγόρευση είναι κάτι το ολότελα διαφορετικό από την ηθική «προβληματοποίηση».
Εκεί που βασιλεύει ο καθαρά νοησιαρχικός και εργαλειακός λόγος, σ’ όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού της αστικής και σοσιαλιστικής αυτονομίας και χειραφέτησης, μηδενίζεται η ετερότητα και δεν υπάρχει χώρος για ηθικές προβληματοποιήσεις. Ο άλλος ζει και πεθαίνει υπό το κατοχικό καθεστώς μιας καθολικότητας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι: «Μορφώνεται υπό την ανεξέλεγκτη ηγεμονία του τυφλού της πεπρωμένου, υπάγεται σε ένα αφηρημένο κόσμο του νοητού και του μονογενούς, του ταυτιστικού λόγου.»
«Το πείθειν τοις λόγοις μέγιστον αγαθόν και αίτιον άμα ελευθερίας… άμα δε των άλλων άρχει εν αυτή πόλει». Αυτή η δύναμη να πείθεις με τους λόγους είναι μέγιστον αγαθό και ταυτόχρονα αιτία ελευθερίας για τους ανθρώπους και μέσον για να άρχης στην πόλη σου. Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Πλάτων τη Δημοκρατία, όπως την προσέγγισε η Ελληνική φιλοσοφία και η Κλασική Ελλάδα στο σύνολό της.
Η Δημοκρατία όμως στη μοντέρνα της εκδοχή, γράφει ο Shumpeter, λειτουργεί ως μέθοδος και διαδικασία νομιμοποίησης της εξουσίας, ως ανταγωνισμός των κομμάτων και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και θεσμών ενός πολιτικού συστήματος μιας συγκροτημένης κοινωνίας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Ένα τέτοιο έλλειμμα δημοκρατίας μειώνεται μόνο μέσα από τη διαρκή και συνεχή και αδιάλειπτη προσπάθεια των διανοούμενων και των ανθρώπων του πολιτισμού για βελτίωση και αναβάθμιση της πραγματικής ικανότητας του πολίτη να συμμετέχει και να εκφράζεται στα θέματα που τον αφορούν και τον ενδιαφέρουν. Μόνο σε δημοκρατικές κοινωνίες η ύπαρξη μιας παιδαγωγικής της ετερότητας φαντάζει μη ουτοπική.
«Η Δημοκρατία δεν βρίσκεται στην δημοκρατία, αλλά στο κυνήγι της, στη συνεχή αναζήτησή της. Η Δημοκρατία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίον φτάνεις, αλλά ένας τρόπος με τον οποίο ταξιδεύεις. Ταξιδεύεις, δηλαδή δημιουργείς, ανησυχείς, συγκρούεσαι, διεκδικείς» γράφει ο Ντοστογιέφσκι.
«Σε μια Παιδαγωγική της Ετερότητας και του Ξένου», αναφέρει ο Π.Αναστασιάδης, «η κοινότητα των ενδιαφερόντων της παιδευτικής διαδικασίας θα συνέβαλλε στην ανάδειξη της υπερθετικής γονιμότητας των ιδιαζόντων ιδιωμάτων του καθέκαστον ετέρου. Όπως και η ιδιοπροσωπία των ιδιωμάτων του καθέκαστον ετέρου στο άθλημα συγκρότησης μιας δημιουργικής παιδευτικής κοινωνίας» άρα δημοκρατικής.
«Εμείς οι ίδιοι είμαστε τίποτα, είμαστε όμως ανίκανοι να μην διεκδικούμε και να μην ανησυχούμε. Μην ανησυχείτε για τους ανήσυχους»!
γράφει ο Blaise Pascal..
Κων/νος Κ.Κνιθάκης
Δρ.Φιλοσοφίας Πανεπ.Βιέννης
(απόσπασμα από το άρθρο του Δαυλού (τεύχος 303) με τίτλο «Μόνον η παιδεία δημιουργεί τους πολίτες» )