Το μίσος του Πλάτωνος για την ελληνική δημοκρατία

Ο Καστοριάδης τοποθετεί τον «Πολιτικό», όπως όλοι σχεδόν οι ερευνητές, στην τελευταία περίοδο της πλατωνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται από τα ερωτήματα που θέτει ο Πλάτων στην ίδια του τη θεωρία και αλλαγή στις απόψεις του σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οντολογικό, κοσμολογικό, γνωσιολογικό).

Στο πολιτικό επίπεδο η στροφή μεταφράζεται από την εγκατάλειψη της απόλυτης αλήθειας και της αγαθής πόλεως και την υιοθέτηση λύσεων πιο «πραγματικών», όπως οι αιρετοί άρχοντες και οι νόμοι. Ο πολιτικός είναι για τον Καστοριάδη, το ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο, από την «Πολιτεία» στους «Νόμους» και αποτελεί έτσι σημαντική στιγμή στην εξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας.

Ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει το διάλογο περίεργο και παράξενο, διότι περιέχει πολλές παραδοξότητες, αντιφάσεις, παρεκβάσεις που έχουν περισσότερη βαρύτητα από το κυρίως σώμα του διαλόγου, στο οποίο προτείνονται διάφοροι ορισμοί του πολιτικού (ποιμήν, υφάντης), για να εγκαταλειφθούν στη συνέχεια.
Επιπλέον προσάπτει στον Πλάτωνα σοφιστεία, διαστροφή, ψεύδη, ρητορεία, λήψη του ζητουμένου, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του.

Μία άλλη άποψη του Πλάτωνος αντίθετη με τις ελληνικές αντιλήψεις είναι η ταύτιση του πολιτικού με τον βασιλέα. Η ταύτιση αυτή, παρατηρεί ο Καστοριάδης, είναι απαράδεκτη και τερατώδης για τους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους, διότι την εποχή αυτή δεν υπάρχουν βασιλείς εν Ελλάδι, εκτός των δύο βασιλέων στην Σπάρτη, οι οποίοι όμως δεν έχουν μεγάλη εξουσία. Όταν οι Έλληνες μιλούν περί βασιλέως, κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, εννούν ένα και μόνο πρόσωπο, τον Πέρση βασιλέα.

Η ταύτιση επίσης του πολιτικού με τον επιστήμονα και της πολιτικής με την επιστήμη είναι επίσης πλατωνική εφεύρεση και ξένη προς την ελληνική αντίληψη περί πολιτικής, η οποία αναφέρεται σε κάποια γνώση και δεξιότητα πρακτική και εμπειρική.

Ο Πλάτων αναπτύσσει επίσης την άποψη ότι αυτός ο βασιλικός επιστήμων πρέπει να κυβερνά χωρίς νόμους, άποψη εξίσου αδιανόητη και ξένη για τον ελληνικό κόσμο. Ο νόμος είναι θεμελιώδης αξία και στην ελληνική γραμματεία και στην πραγματική ζωή των πόλεων. Βεβαίως στη συνέχεια κάνει μια παραχώρηση στους νόμους αλλά η καταληκτική παράγραφος του διαλόγου δημιουργεί προβλήματα. Ένα τελευταίο σημείο που επισημαίνει ο Καστοριάδης στον «Πολιτικό» είναι η εχθρότητα του Πλάτωνα προς την δημοκρατία και η διαστρεβλωμένη εικόνα της που κληροδότησε στους αιώνες. Πράγματι δυσφήμισε με σοφιστείες, ρητορείες και πονηρίες βασικές αντιλήψεις, αξίες, πολιτικούς και θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Δυσφήμισε τους σοφιστές, τους ρήτορες, τον ίδιον τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή και παρουσιάζει την δημοκρατία ως πολίτευμα του αμόρφωτου όχλου, του οποίου χαρακτηριστικά είναι η άγνοια, τα αχαλίνωτα πάθη, τα εγωιστικά συμφέροντα και όχι η επιστήμη και η αρετή. Ο Πλάτων δηλαδή θέλει να καταστρέψει τη βασική σημασία της δημοκρατίας: την ικανότητα του δήμου να αυτοκυβερνηθεί.

Συνεπώς ο Πλάτων είναι υπεύθυνος για τη συγκάλυψη και τη διαστρέβλωση θεμελιωδών ελληνικών αντιλήψεων και σημασιών και «έπαιξε ένα σημαντικότατο ρόλο στη καταστροφή του ελληνικού κόσμου» στο επίπεδο της θεωρίας.
Έτσι λοιπόν ο Καστοριάδης διαλύει μια παρεξήγηση διαδεδομένη πολύ, η οποία θεωρεί τον Πλάτωνα ακρογωνιαίο λίθο ή θεμέλιο της ελληνικής πολιτικής σκέψεως και ως τον κατ’εξοχήν αντιπρόσωπό της, ενώ δεν είναι παρά μία μόνο πτυχή της και εν πολλοίς διαστρεβλωτικής και αρνητικής αυτής της σκέψεως.

Μόνον η παιδεία δημιουργεί ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες

Παιδεία κατά τον Πλάτωνα είναι η εξάσκηση που αρχίζει από την παιδική ηλικία και αποβλέπει προς την αρετή, η οποία κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί και να επιδιώκει να γίνει πολίτης τέλειος, να άρχη και να άρχεται με γνώμονα την δικαιοσύνη. Ο Ξενοφών αναγνωρίζει ότι στην πόλη-κράτος ο πολίτης άρχει και άρχεται και, για να γίνει τούτο τέλεια οφείλει να ασκηθεί, για να γίνει ενάρετος. «Η ηθική άσκηση αποτελεί μέρος της παιδείας του ελεύθερου πολίτη, που πρέπει να διαδραματίσει έναν ρόλο και μέσα στην πολιτεία και σε σχέση με τους άλλους».

Σύμφωνα με τους «Νόμους» του Πλάτωνα ακόμη και σε περίοδο ειρήνης όλα τα κράτη βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση . Έτσι συμβαίνει και με τους πολίτες «Στη δημόσια ζωή ο κάθε άνθρωπος αντιπροσωπεύει έναν εχθρό για τον εαυτό του και από όλες τις μάχες, που μπορεί κανείς να κερδίσει, η πρώτιστη, η πιο ένδοξη είν’ εκείνη που κερδίζει απέναντι στον εαυτό του, ενώ η πιο επαίσχυντη από τις ήττες, η πιο άνανδρη είναι το να ηττηθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό.»

«Μια πόλη είναι ενάρετη, αν οι πολίτες που συμμετέχουν στην διακυβέρνηση της είναι οι ίδιοι ενάρετοι. Στο Κράτος μας όμως όλοι οι πολίτες παίρνουν μέρος στη διακυβέρνηση. Εκείνο λοιπόν που πρέπει να εξετάσουμε είναι το ακόλουθο: με ποιόν τρόπο ένα άτομο γίνεται ενάρετο; Γιατί ακόμα κι αν ήταν δυνατόν ολόκληρο το σώμα των πολιτών να είναι ενάρετο, χωρίς κανένας απ’ αυτούς να είναι ατομικά, θα έπρεπε μολοταύτα να προτιμήσουμε την ατομική αρετή, αφού η αρετή του κοινωνικού σώματος στο σύνολό του είναι λογικό επακόλουθο της αρετής του κάθε πολίτη».

Η ευτυχία και η ευταξία μιας πολιτείας εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο εξασφαλίζει την ελευθερία του. «Η ελευθερία αυτή είναι κάτι παραπάνω από μια μη-δουλεία, κάτι παραπάνω από μια απελευθέρωση, που θα καθιστούσε το άτομο ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό καταναγκασμό. Στην πλήρη και θετική της μορφή είναι μια εξουσία που ασκούμε πάνω στον εαυτό μας μέσα στα πλαίσια της εξουσίας που ασκούμε πάνω στους άλλους. Πράγματι εκείνος, που από την ίδια την κοινωνική του θέση βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία των άλλων, δεν πρέπει να προσμένει από τον εαυτό του κίνητρα για εγκράτεια. Του αρκεί να υπακούει στις προσταγές και στις εντολές που θα του δοθούν. Και αντίθετα αυτός που θα εξουσιάζει οτυς άλλους πρέπει να είναι ικανός να ασκεί απόλυτη κυριαρχία πάνω στον εαυτό του: γιατί με τη θέση που κατέχει και ταυτόχρονα με την εξουσία που ασκεί, θα του ήταν εύκολο να ικανοποιεί όλες του τις επιθυμίες και κατά συνέπεια να παραδίνεται σ’ αυτές, αλλά και γιατί οι όποιες παρεκτροπές της διαγωγής του θα είχαν δυσάρεστες επιπτώσεις σε όλους, καθώς και στη συλλογική ζωή της πολιτείας.»

Η παιδεία ως δημιουργός του ατόμου αλλοτε και τώρα

Ο όρος «παιδεία» εισαχθείς στην επιστημονική ορολογία από την κίνηση του Νεοανθρωπισμού και ιδιαίτερα την κίνηση του Τρίτου Ανθρωπισμού, χαρακτηρίζει την αγωγή, η οποία παρέχεται από το κράτος. Η παιδεία όμως είναι κάτι ακόμα ευρύτερο και από την αγωγή, την οποία συμπεριλαμβάνει. Τον 20ο αιώνα ο αρχαίος ελληνικός όρος «παιδεία» απέβη η γενικότερη έννοια, μέσα στο πλάτος της οποίας νοούνταν και όλες οι άλλες συγγενείς και υπάλληλες έννοιες, όπως «εκπαίδευση», «αγωγή», «μόρφωση», «ανατροφή» κλπ.

Για να κατανοήσει κανείς με ποιόν τρόπο το σύγχρονο άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του ως υποκείμενο μιας «παιδείας» είναι απαραίτητο ν’ ανακαλύψει πρώτα απ’ όλα με ποιόν τρόπο αιώνες τώρα ο άνθρωπος της Δύσης οδηγήθηκε στο ν’ αποδεχθεί τον εαυτό του ως «άνθρωπο που χρήζει παιδείας»;

Σίγουρα οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται μακριά από μια «τέχνη του ζην». Μακριά από «έλλογες και θελημένες πρακτικές» που επιτρέπουν στον άνθρωπο όχι μόνο να ορίζει κανόνες διαγωγής, αλλά και να μεταμορφώνει τον εαυτό του, να τροποποιεί την ιδιαιτερότητά του και να καθιστά τη ζωή του έργο, που είναι φορέας συγκεκριμένων αισθησιακών αξιών και ανταποκρίνεται σε ορισμένα κριτήρια τρόπου ζωής. Ήδη στους χρόνους του Σχολαστικισμού (13ος αιων) και της Αναγέννησης – γράφει ο Π.Αναστασιάδης- αναδύεται μια μορφή πολιτισμού και παιδείας, όπου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλου τείνουν να σβήσουν ολοκληρωτικά.

Σύμφωνα με τον Φουκώ η «τέχνη του ζην» έχασε ένα μέρος της σημασίας της και της αυτονομίας της, όταν ενσωματώθηκε στην άσκηση μιας ποιμαντορικής εξουσίας και αργότερα σε πρακτικές παιδαγωγικού, ιατρικού ή ψυχολογικού τύπου.

Εδώ πραγματικά ο άλλος «θνάσκει σιγασθείς», πεθαίνει αποσιωπούμενος, χωρίς δυνατότητα «παρρησίας» και καθολικής ανάδειξης της ετερότητάς του. Οι εποχές που δίνονταν μάχη προς την αλήθεια, για να αποκτήσει κανείς την κατάσταση όπου τείνει να φτάσει με την άσκηση της αυτοκυριαρχίας στη σωφροσύνη, είναι μακριά. Τότε η σωφροσύνη χαρακτηριζόταν ως ελευθερία. Στην αρχαία Ελληνική Σκέψη η ελευθερία δεν νοείται ως ανεξαρτησία ολόκληρης της πόλης. Είναι για τον κάθε πολίτη μια ορισμένη μορφή σχέσης του Είναι με τον εαυτό του. «Ο σώφρων» λέει ο Αριστοτέλης, «δεν επιθυμεί παρά εκείνο, που υπαγορεύει ο ορθός λόγος».

Ο ηθικός πολιτικός στοχασμός της αρχαιότητας απέχει παρασσάγκας από έναν ταυτιστικό λόγο της Νεωτερικότητας. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η προϋπόθεση ύπαρξης ετεροτήτων και ανάδειξής τους-η πόλις- έχει εξαλειφθή. Η ύπαρξη ολοκληρωτικών κρατικών μορφωμάτων δεν θα μπορούσε παρά να βασίζεται σε ένα σύστημα υποχρεώσεων και απαγορεύσεων. Σε μια κωδικοποίηση των πράξεων αλλά και σε μια ερμηνευτική του υποκειμένου. Συχνά ο ηθικός προβληματισμός είναι ισχυρότερος εκεί ακριβώς όπου δεν υπάρχει ούτε απαγόρευση ούτε υποχρέωση. Η απαγόρευση είναι κάτι το ολότελα διαφορετικό από την ηθική «προβληματοποίηση».

Εκεί που βασιλεύει ο καθαρά νοησιαρχικός και εργαλειακός λόγος, σ’ όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού της αστικής και σοσιαλιστικής αυτονομίας και χειραφέτησης, μηδενίζεται η ετερότητα και δεν υπάρχει χώρος για ηθικές προβληματοποιήσεις. Ο άλλος ζει και πεθαίνει υπό το κατοχικό καθεστώς μιας καθολικότητας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι: «Μορφώνεται υπό την ανεξέλεγκτη ηγεμονία του τυφλού της πεπρωμένου, υπάγεται σε ένα αφηρημένο κόσμο του νοητού και του μονογενούς, του ταυτιστικού λόγου.»

«Το πείθειν τοις λόγοις μέγιστον αγαθόν και αίτιον άμα ελευθερίας… άμα δε των άλλων άρχει εν αυτή πόλει». Αυτή η δύναμη να πείθεις με τους λόγους είναι μέγιστον αγαθό και ταυτόχρονα αιτία ελευθερίας για τους ανθρώπους και μέσον για να άρχης στην πόλη σου. Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Πλάτων τη Δημοκρατία, όπως την προσέγγισε η Ελληνική φιλοσοφία και η Κλασική Ελλάδα στο σύνολό της.

Η Δημοκρατία όμως στη μοντέρνα της εκδοχή, γράφει ο Shumpeter, λειτουργεί ως μέθοδος και διαδικασία νομιμοποίησης της εξουσίας, ως ανταγωνισμός των κομμάτων και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και θεσμών ενός πολιτικού συστήματος μιας συγκροτημένης κοινωνίας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Ένα τέτοιο έλλειμμα δημοκρατίας μειώνεται μόνο μέσα από τη διαρκή και συνεχή και αδιάλειπτη προσπάθεια των διανοούμενων και των ανθρώπων του πολιτισμού για βελτίωση και αναβάθμιση της πραγματικής ικανότητας του πολίτη να συμμετέχει και να εκφράζεται στα θέματα που τον αφορούν και τον ενδιαφέρουν. Μόνο σε δημοκρατικές κοινωνίες η ύπαρξη μιας παιδαγωγικής της ετερότητας φαντάζει μη ουτοπική.

«Η Δημοκρατία δεν βρίσκεται στην δημοκρατία, αλλά στο κυνήγι της, στη συνεχή αναζήτησή της. Η Δημοκρατία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίον φτάνεις, αλλά ένας τρόπος με τον οποίο ταξιδεύεις. Ταξιδεύεις, δηλαδή δημιουργείς, ανησυχείς, συγκρούεσαι, διεκδικείς» γράφει ο Ντοστογιέφσκι.

«Σε μια Παιδαγωγική της Ετερότητας και του Ξένου», αναφέρει ο Π.Αναστασιάδης, «η κοινότητα των ενδιαφερόντων της παιδευτικής διαδικασίας θα συνέβαλλε στην ανάδειξη της υπερθετικής γονιμότητας των ιδιαζόντων ιδιωμάτων του καθέκαστον ετέρου. Όπως και η ιδιοπροσωπία των ιδιωμάτων του καθέκαστον ετέρου στο άθλημα συγκρότησης μιας δημιουργικής παιδευτικής κοινωνίας» άρα δημοκρατικής.

«Εμείς οι ίδιοι είμαστε τίποτα, είμαστε όμως ανίκανοι να μην διεκδικούμε και να μην ανησυχούμε. Μην ανησυχείτε για τους ανήσυχους»!

γράφει ο Blaise Pascal..

Κων/νος Κ.Κνιθάκης

Δρ.Φιλοσοφίας Πανεπ.Βιέννης

(απόσπασμα από το άρθρο του Δαυλού (τεύχος 303) με τίτλο «Μόνον η παιδεία δημιουργεί τους πολίτες» )

Ιδεαλισμός και Υλισμός – Οι αντιμαχόμενες θεωρίες του Πλάτωνα και Επίκουρου

Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης. Ο Πλάτων είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος του ιδεαλισμού, ο Επίκουρος του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα. Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική για την ζωή και την κίνηση των ιδεών, για την ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η πάλη του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η πρώτη, η παλαιότερη και πρωτογονότερη θεώρηση του κόσμου, είναι η ιδεαλιστική.

«Γεννιόμαστε πλατωνικοί«

είπε ο Μπερξόν – από αφορμές, πάει να πει, οικονομικο-κοινωνικές και από πλάνη ψυχοφυσική κλίνουμε στις εύκολες λύσεις, στη φυγή και το ευχάριστο ξεγέλασμα.

κεφαλή του Επίκουρου, Μητροπολιτικό Μουσείο Ν�ας Υόρκης
κεφαλή του Επίκουρου, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης

Ο Επίκουρος είπε το μεγάλο veto στις πλάνες αυτές, ένα γόνιμο σε συνέπειες ceterum censeo(1) στις αντιλήψεις που είχαν κληρονομηθεί από παλαιότερους καιρούς, από τη μυθοπλασία των χρόνων της αγροτικής οικονομίας, από Πυθαγόρα και Ελεάτες. Άλλες είχαν γεννηθεί σαν νεοπλάσματα στο αντιδραστικό και αρρωστιάρικο κλίμα του 4ου αιώνα με εκπροσώπους τον Πλάτωνα και συνέχεια του τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς και τους Σκεπτικούς, που κι αυτοί είπαν το λογάκι τους για να θολώσουν τα νερά.
Από τη σκοπιά που στάθηκε ο Επίκουρος, κόσμος και ανθρώπινη ζωή, οι αξίες που δημιούργησε η ελληνική παιδεία, πρόβαλλαν μέσα σε διαφορετικό φως, κι η χιλιολάτρευτη αρχαιότητα πήρε διαφορετικό νόημα και αξιολόγηση κι έδειξε πλευρές και αποχρώσεις διαφορετικές από εκείνες που εξακολουθούν να βλέπουν ακόμα και σήμερα οι ανιδέαστοι λατρευτές της.
Οι κληρονόμοι. Ανάμεσα στην αρχαιότητα και το νεότερο άνθρωπο στάθηκαν οι ελληνιστικοί χρόνοι, οι χρόνοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Μεσαίωνας που στην ουσία σύρθηκε ως τα χρόνια του Διαφωτισμού και της αστικής δημοκρατίας και που κατά ένα τρόπο συνεχίζεται κάτω από τα μάτια μας. Σ’ όλη αυτή τη μακρόσυρτη διαδρομή, που η ζήση ξαναβύθισε στην αγροτική οικονομία και στην απολυταρχία και ο νους στη θολούρα του μύθου, οι άνθρωποι αγάπησαν και είδαν στην αρχαιότητα τη θρησκευτική και μυθική της πλευρά.

Η αξιολόγηση αυτή πήρε τη σχηματική της διαμόρφωση στα ελληνιστικά κιόλας χρόνια. Η ελληνική παιδεία δέχτηκε βαρβαρική επιδρομή. Η ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση, που κουβάλησαν σ’ αυτήν οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και στον Πλάτωνα. Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων τη σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από «θεϊκή» έμπνευση. Κανένα αιώνα αργότερα ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (γύρω στα 160 μ.Χ.) έλεγε πως ο Πλάτων είναι ο ίδιος ο Μωϋσής που μιλάει ελληνικά, «Μωϋσής αττικίζων». Ο αραβικός και ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας αγιοποίησαν τον Αριστοτέλη σαν φύλακα άγγελο της μωαμεθανικής και της καθολικής ορθοδοξίας.
Τον κίνδυνο από την επιδρομή τον νιώθουν με καρδιοχτύπι οι Επικούρειοι. Ο Φιλόδημος, Επικούρειος του 1ου π.Χ. αιώνα, γράφει με σφύξιμο ψυχής για τις ιδέες και τα έθιμα που κουβαλούσαν οι Ασιάτες. «Κοιμούνται σε ναούς, θεοπαρμένοι θυσιάζουν σε πέτρες αντί σ’ αγάλματα, με τύμπανα και άγρια μουσική. Τους θεούς αυτούς τους έχουν γι’ αδέκαστους και αλύγιστους, τον Άδη άμαχο και αδάμαστο»: «και τους μεν (θεούς) νομίζειν ατρέπτους και απαραιτήτους, τον δ’ Άδην άμαχον και αδάμαστον κατά τινα των εθνών Ασίας» (Φιλόδημος, Περί Θεών Ι, 18,22, εκδ.Η.Diels). Έτσι γίνεται ξεκάθαρα ο χωρισμός: ελληνικό και μη ελληνικό, Griechisch και Ungriechisch, όπως πολιτογραφήθηκαν οι δύο έννοιες στη γλώσσα της γερμανικής κριτικής και χρησίμεψαν σαν κεντρικό στημόνι στην μελέτη του καθηγητή.
Με το ίδιο θρησκευτικό και μυστικό μάτι κοίταξε και η Αναγέννηση την αρχαιότητα. Ορφισμός και Πυθαγορισμός, με την μεταγενέστερη χαμηλά φαντασιοκοπική παραλλαγή (Νεοπυθαγορισμός), Νεοπλατωνισμός, είχαν την έλξη τους στην πρωτοξύπνητη Δύση. Ο Σωκράτης βαθμολογήθηκε τόσο ψηλά γιατί νομίσθηκε πως παρουσιάζει γραμμές που θυμίζουν τον Χριστό.
Ήταν σωστή προφητεία του δίκαιου που πήγαινε στον άδικο θάνατο τα χιλιομνημόνευτα: «καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών» (Πλατ.Απολ., 31Α). «Όλον τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει άλλον κανέναν». Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα.

Οι εξοχότερες κεφαλές της Ιταλίας συζητούσαν γύρω από το φιλόξενο τραπέζι των Μεδίκων για να συμβιβάσουν Πλάτωνα και Ιησού, ονειρεύονταν μια θρησκεία που να ενώνει χριστιανική ηθική και ελληνική φιλοκαλία. Για όλον αυτόν τον μεταλεξανδρινό κόσμο ο Επίκουρος ήταν σκάνδαλο, όπως ήταν σκάνδαλο να είναι κανείς λογικός να πιστεύει σ ‘ εκείνα που πιάνει με το χέρι του και στα συμπεράσματα που βγάζει με την κρίση του. Οι σύγχρονοί του ήδη τον είχαν θάψει κάτω από διαβολές, αισχρές συκοφαντίες και διαστροφές. Το πλούσιο έργο του παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμευσαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών. Η έρευνα και η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, την γνήσια ελληνική και οδηγημένοι από τη φεγγοβολία της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως ήταν στην πραγματικότητα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του καθηγητή Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, Επίκουρος – Η Αληθινή Όψη του Αρχαίου Κόσμου )

___________________________________________________________________

(1) Η πλήρης φράση είναι «ceterum censeo Carthaginem esse delendam ! » – Ο Κάτων ο Νεώτερος (Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο Υτικαίος, Marcus Porcius Cato Uticensis, 94 – 46), υπήρξε επιφανής Ρωμαίος πολιτικός του 1ου αιώνος π.α.χ.χ., δισεγγονός του αυστηρού Κάτωνος του Πρεσβυτέρου, του περιφήμου Τιμητού (Κήνσορος) του έτους 184 που εχθρεύετο κάθε ξένη επιρροή (ακόμη και αυτόν τον Ελληνισμό) και έκλεινε όλες τις ομιλίες του με τη γνωστή φράση «..και η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί !»