Ο Καζαντζάκης γράφει για τον Νίτσε..

Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη.

-Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα.

Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.

-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.

Κοίταξα αλαφιασμένος:

-Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.

-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε; Ο Νίτσε!

Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.

-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;

-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.

-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή. Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.

-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.

Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου. Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα.

Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα. Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν.

Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού. Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.

Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […]

Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση. Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […]

Κι άξαφνα η εκκλησία του χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]
πηγή

Η ιερατική κάστα – μια επικίνδυνη μορφή ζωής (Νίτσε)

Αν είναι κανόνας η μετατροπή της πολιτικής έννοιας της υπεροχής σε ψυχολογική έννοια, δεν είναι εξαίρεση αυτού του κανόνα (παρ’ όλο που κάθε κανόνας υπόκειται σε εξαιρέσεις) το ότι η ανώτερη κάστα είναι και η ιερατική κάστα και πως κατά συνέπεια, προτιμάει, για την γενική της ονομασία, έναν τίτλο που να θυμίζει τα ειδικά της λειτουργήματα. Έτσι χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάρη, για πρώτη φορά η αντίθεση «άμωμος και «ακάθαρτος» για να διακρίνονται οι κάστες. Άλλωστε, δεν πρέπει να δίνουμ εξ’αρχής υπερβολικά αυστηρή και πλατειά έννοια στις έννοιες «άμωμος» και «ακάθαρτος», αλλ’ούτε και συμβολική έννοια: όλες οι έννοιες της πρωτόγονης ανθρωπότητας είχαν αρχίσει να σχηματίζονται από έναν βαθμό που ούτε καν φανταζόμαστε, με μια χονδροειδή , χυδαία, συνοπτική, περιορισμένη έννοια και προπαντός με μια συμβολική έννοια.


Ο «καθαρός» αρχικά είναι απλώς ο άνθρωπος που πλένεται, που δεν τρώγει ορισμένες τροφές που προκαλούν δερματικά νοσήματα, που δεν συνέρχεται με ακάθαρτες γυναίκες του όχλου, που σιχαίνεται το αίμα- αυτό και τίποτε παραπάνω, ή εν πάση περιπτώσει, ελάχιστα παραπάνω! Εξ’ άλλου, οι ιδιαίτερες μέθοδοι των ιερατικών αριστοκρατιών μας δίνουν να καταλάβουμε πως κατόρθωσαν εδώ ακριβώς να πάρουν πνευματικό χαρακτήρα και να ενταθούν πολύ γρήγορα οι αξιολογικές αντιθέσεις. Και πραγματικά, αυτές χάραξαν τελικά ανάμεσα στους ανθρώπους τέτοια βάραθρα, που ούτε ένας Αχιλλέας της ελεύθερης σκέψης δεν θα μπορούσε να τα διαβεί χωρίς ν’ ανατριχιάσει. Από την αρχή υπάρχει κάτι το νοσηρό σ’αυτές τις ιερατικές αριστοκρατίες και στις κυριαρχικές τους συνήθειες, που εχθρεύονται τη δράση, που θέλουν τον άνθρωπο πότε βυθισμένο στα όνειρά του και πότε να αναταράζεται από συναισθηματικά ξεσπάσματα- συνέπεια αυτού του πράγματος φαίνεται πως είναι εκείνη η εντερική καεχξία κι εκείνη η νευρασθένεια που σχεδόν μοιραία παρουσιάζεται στους παπάδες όλων των εποχών. Και το φάρμακο που συνιστούν γι’αυτή τη νοσηρή κατάσταση, πως να μην πούμε πως τελικά αποδείχθηκε εκατό φορές πιο επικίνδυνο από την αρρώστεια που ήταν να γιατρέψει;

Ολόκληρη η ανθρωπότητα υποφέρει ακόμη από τις συνέπειες αυτής της αφελούς θεραπείας που επινόησαν οι παπάδες. Φτάνει να υπενθυμίσουμε ορισμένες ιδιορρυθμίες της διαιτητικής θεραπείας (στέρηση του κρέατος), τη νηστεία, την σεξουαλική αποχή, την φυγή στην «έρημο» (την απομόνωση κατά το σύστημα Wir Mitcher χωρίς βέβαια τη δίαιτα υπερσιτισμού και πάχους που την συνοδεύει και που αποτελεί το πιο αποτελεσματικό φάρμακο κάθε υστερίας του ασκητικού ιδανικού). Σ’αυτά προσθέστε και την ιερατική μεταφυσική που εχθρεύεται τις αισθήσεις, που κάνει τεμπέλη και εκλεπτυσμένο τον άνθρωπο, τον υπνωτισμό με την αυθυποβολή που εφαρμόζουν οι ιερείς σαν τους φακίρηδες και τους βραχμάνες. Γι’αυτούς ο Βραχμάν είναι ό,τι για τους άλλους το κρυστάλλινο κουμπί ή η έμμονη ιδέα.

Ακόμα προσθέτει και τον ολοκληρωτικό και τελικό κορεσμό, που άλλωστε είναι πολύ ευνόητος ύστερα από την ριζική θεραπεία του ιερέα, και το μηδέν (ή το Θεό)- γιατί ο πόθος για μια μυστική ένωση με το Θεό δεν είναι άλλο παρά ο πόθος του βουδιστή για το μηδέν, για τη Νιρβάνα- και τίποτ’ άλλο! Κι αυτό γιατί με τους ιερείς όλα γίνονται πιο επικίνδυνα- όχι μονάχα οι θεραπείες και τα φάρμακα, αλλά κι η αλαζονεία, η εκδίκηση, η οξυδέρκεια, η ακολασία, ο έρωτας, η φιλοδοξία, η αρετή, η αρρώστεια. Η αλήθεια είναι πως, με λίγη αμεροληψεία, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ακριβώς μέσα στα πλαίσια αυτής της ουσιαστικά επικίνδυνης μορφής της ζωής, δηλαδή της ιερατικής μορφής, άρχισε ο άνθρωπος να γίνεται ενδιαφέρον ζώον. Εδώ απόκτησε η ανθρώπινη μορφή στην ύψιστη έννοιά τους, το βάθος και την κακία- και βέβαια,αυτές είναι οι δύο κεφαλαιώδεις ιδιότητες που εξασφάλισαν ως τα τώρα στον άνθρωπο την υπεροχή του απέναντι στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο!

_____________________________________________________________________________

πηγή: Γενεαλογία της Ηθικής- Φρίντριχ Νίτσε

Περί χριστιανισμού από τον Νίτσε

Πώς; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή μήπως ο Θεός είναι ένα λάθος του ανθρώπου;
_________
Και ο χρόνος μετριέται από την καταραμένη μέρα από την οποία άρχισε αυτή η συμφορά- από την πρώτη μέρα του χριστιανισμού! Γιατί να μην τον μετρούμε από την τελευταία μέρα του χριστιανισμού; Γιατί όχι από σήμερα; Επαναξιολόγηση όλων των αξιών!
_________
Την περισσότερη ανεντιμότητα τη δείχνουμε απέναντι στο Θεό: δεν του επιτρέπουμε να αμαρτήσει!
_________
Η αγάπη για έναν άνθρωπο είναι βαρβαρότητα, επειδή ασκείται σε βάρος όλων των άλλων. Παρόμοια και η αγάπη για τον Θεό
_________
Κάθε είδος περιφρόνησης του σεξ, κάθε βρώμισμά του μέσω της έννοιας «ακάθαρτο» είναι το κατ’ εξοχήν έγκλημα εναντίον της ζώης..
_________
Θεωρώ απαραίτητο να πλύνω τα χέρια μου πριν έρθω σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους
_________
Δεν είναι η αγάπη τους για την ανθρωπότητα, είναι η ανικανότητα της αγάπης τους αυτή που εμποδίζει τους σημερινούς χριστιανούς να μας κάψουν..
_________
Είναι απάνθρωπο να ευλογούμε όταν μας καταριούνται..
_________
Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να εφευρίσκουμε μύθους για έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν εδώ, εκτός κι αν έχει επικρατήσει μέσα μας ένα ένστικτο δυσφήμισης, υποτίμησης, υποψίας απέναντι στη ζωή: στην περίπτωση αυτή εκδικούμαστε τη ζωή με τη φαντασμαγορία μιας «άλλης», μιας «καλύτερης» ζωής
_________
Γύρω από έναν ήρωα όλα γίνονται τραγωδία, γύρω από έναν ημίθεο όλα γίνονται σατιρικό δράμα, και γύρω από τον θεό όλα γίνονται- τί λοιπόν; Μήπως «κόσμος» ;
_________
Η αντίρρηση, το ξεγλίστρημα, η χαρούμενη δυσπιστία, η απόλαυση με το κορόιδεμα είναι σημάδια υγείας: καθετί απόλυτο ανήκει στην περιοχή της παθολογίας.
_________
Η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο στα άτομα- αλλά σε ομάδες, κόμματα, λαούς, εποχές είναι ο κανόνας.
_________
ο τσομπάνος πάντα χρειάζεται ένα κριάρι- ή πρέπει να γίνει ο ίδιος το κριάρι
_________
Η χριστιανική απόφαση να βρίσκει άσχημο και κακό τον κόσμο τον έκανε άσχημο και κακό
_________
Η ίδια η λέξη «χριστιανισμός» είναι παρανόηση: κατά βάθος υπήρχε μόνο ένας χριστιανός κι αυτός πέθανε επάνω στο σταυρό.
_________
Η ζωή τελειώνει εκεί που αρχίζει η «βασιλεία του θεού»
_________
Αρνούμαστε το Θεό, αρνούμαστε την ευθύνη ενώπιον του Θεού: μόνον έτσι σώζουμε τον κόσμο.
_________
Όσο πιο αφηρημένη είναι η αλήθεια που θέλεις να διδάξεις, τόσο περισσότερο πρέπει να ξελογιάσεις τις αισθήσεις μ’αυτήν.
_________
Η «αγάπη για το πλησίον μας» δεν είναι λαχτάρα για νέα ιδιοκτησία;
_________
Αγωνιζόμαστε για το απαγορευμένο: μ’αυτό το έμβλημα η φιλοσοφία μου θα θριαμβεύσει μια μέρα, γιατί αυτό που έχει απαγορευθεί μέχρι σήμερα είναι μόνον η αλήθεια..
_________
Απολύμανση της αγάπης διαμέσου της εκκλησίας: ο γάμος
_________
Κάθε φιλοσοφία η οποία, με αφορμή ένα πολιτικό γεγονός, θεωρεί το πρόβλημα της ύπαρξης τρελό ή εξ’ ολοκλήρου λυμένο, είναι μια φιλοσοφία φαιδρή, μια ψευτοφιλοσοφία
.