Kαταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται; Όχι βέβαια..

  Ο Μπρέχτ είχε κάποτε αναρωτηθεί: «Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού και όχι τις όχθες που τα περιορίζουν;»

Συχνά ακούς «είμαι ενάντια σε κάθε βία» ή ως μότο των τελευταίων ημερών έχει αναδειχθεί το: «Η βία είτε ασκείται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά είναι ίδια.». Eπειδή λοιπόν οι συζητήσεις περί βίας (αναφέρομαι στην πολιτική βία) δίνουν και παίρνουν πρέπει να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.

   Σε μία βίαιη πράξη υπάρχει αυτός που την ασκεί, τα κίνητρά του και ο αποδέκτης της βίας. Επομένως η καταδίκη της βίας απ’ όποιον και αν την ασκεί και για οποιοδήποτε λόγο είναι ισοπεδωτική και αυτός που εναντιώνεται σε «κάθε» βία δε μπορεί παρά να προσκρούσει σε αντιφάσεις. Κι αυτό γιατί είναι άλλη η βία που ασκείται από τους κυρίαρχους πολιτικά (κυβέρνηση) και οικονομικά (εργοδοσία κτλπ) και άλλη η βία στην οποία ωθούνται τα μεσαία και χαμηλά στρώματα που πλήττονται από τις πολιτικές των κυρίαρχων.

Κάθε συζήτηση περί βίας δεν μπορεί παρά να ξεκινάει από το ότι το κράτος έχει το νόμιμο μονοπώλιο της. Έχει επομένως μόνο αυτό το δικαίωμα να την ασκεί νόμιμα ενώ  για τους πολίτες ορίζει τον κανόνα της μη βίας και τις θεμιτές εξαιρέσεις του κανόνα αυτού που είναι ο πόλεμος και η νόμιμη άμυνα στη βία.

            Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Ο καπιταλισμός ασκεί βία κι αν ναι με ποιόν τρόπο; Nαί, με τη βοήθεια του κράτους(και ενίοτε και του παρακράτους). Η κρατική βία μπορεί να είναι σωματική αλλά και σιωπηρή. «Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από έναν άλλο να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που θα ονομαστεί ‘στρατιωτική υπηρεσία’, ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας.»1 Οι επεκτατικοί πόλεμοι (Μικρασιατική Καταστροφή, πόλεμος στο Βιετνάμ, στο Ιράκ και άλλοι)  αλλά και η αστυνομική βία με τη ρίψη τεράστιας ποσότητας δακρυγόνων , τον άγριο ξυλοδαρμό μεταναστών και μη και τις προσαγωγές ανθρώπων που απλά με την παρουσία τους στο δρόμο λένε ένα ηχηρό ‘όχι’ στις ασκούμενες πολιτικές είναι βία του κράτους. Πέρα όμως απ’ αυτές τις απροκάλυπτες μορφές βίας οι ανισότητες του καπιταλιστικού συστήματος γεννούν και τη σιωπηρή βία.

   Η ανεργία και η φτώχεια που στερούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, ο στραγγαλισμός του ελεύθερου χρόνου και η γεμάτη ανταγωνισμό οικονομία που δηλητηριάζει φιλικές, εργασιακές και όλων των ειδών τις κοινωνικές σχέσεις είναι βία, που ασκεί το κράτος  με αποδέκτη μεγάλη μερίδα της κοινωνίας που πλήττεται με κίνητρο να οχυρώσει την οικονομική της εκμετάλλευση ώστε  οι λίγοι να καρπωθούν τα υλικά οφέλη που παράγει , δηλαδή να κερδίζουν. Είναι το μέσο που δυσκολεύει την παρέμβαση των ‘από κάτω’ στις πολιτικές των ‘από πάνω’. Ως αποτέλεσμα της βίας του καθεστώτος εντείνονται τελευταία οι αυτοκτονίες ως ένδειξη πολιτικής διαμαρτυρίας με πιο χαρακτηριστικές στην Ελλάδα αυτήν του Δημήτρη Χριστούλια στις 4 Απριλίου 2012 και στην Τυνησία την αυτοπυρπόληση του μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι τον Δεκέμβριο του 2010 που πυροδότησε αντιδράσεις σε όλο τον αραβικό κόσμο.

Η κρατική βία εκτός από φόβο γεννά και οργή που πολλές φορές εκδηλώνεται βίαια. Η αντί-βία στην οποία καταφεύγει μια μερίδα  από τα πληττόμενα στρώματα, (δηλαδή κυρίως η εργατική αλλά και η μεσαία τάξη) έχει διαφοροποιήσεις ως προς τις μορφές και τα κίνητρα που εκδηλώνεται Μπορεί να είναι αυθόρμητη και λίγο ως καθόλου οργανωμένη με στόχο να εκτονώσει βραχυπρόθεσμα αυτούς που την ασκούν (βλέπε γιαουρτώματα πολιτικών), να αποτελεί συνωμοτική δραστηριότητα μιας μειονότητας με τη μορφή επιθέσεων ή πολιτικών δολοφονιών (17 Νοέμβρη στην Ελλάδα, Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, Φράξια Κόκκινος Στρατός στην Γερμανία) ή να έχει τη μορφή εσωτερικού πολέμου (Οκτωβριανή Επανάσταση, Eλληνικός και Ισπανικός Εμφύλιος) με σχέδιο ανατροπής της τάξης που κυριαρχεί στη βάση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Η βία αυτών που πλήττονται χειραφετεί μόνο όταν στοχεύει στην αποδέσμευση από αυτήν την εκμετάλλευση και στην προσπάθεια μεγαλύτερης παρέμβασης των από κάτω στις ασκούμενες πολιτικές (κάτι που εξετάζεται ανάλογα με την συγκυρία).

Όμως δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση ότι πολλοί από τους άνεργους, τους χαμηλόμισθους με λίγα λόγια όλους αυτούς που και πριν την κρίση και πόσο μάλλον τώρα, πλήττονται ,στρέφονται στη φασιστική βία θεωρώντας υπαίτιους για την κατάστασή τους όχι τόσο τις τράπεζες, τους εργοδότες και τους κρατούντες αλλά τους οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες που «μας παίρνουν τις δουλειές και αποτελούν μίασμα για την ελληνική κοινωνία» που ως σωτήρες θα την ξεβρωμίσουν, μαχαιρώνοντας μετανάστες στο σταθμό Αττικής και στην ΑΣΟΕΕ. Βέβαια δεν διστάζουν να βιαιοπραγήσουν και εναντίον όσων στέκονται εμπόδιο στα σχέδια τους και στις ιδέες τους: αριστερούς, αναρχικούς, ομοφυλόφιλους κλπ προσφέροντας χείρα βοηθείας στον κρατικό μηχανισμό με την  αγαστή τους συνεργασία με τα ΜΑΤ . Σαφώς  η Χρυσή Αυγή και οι Κασσιδιάρηδες δεν θα πρέπει να νοούνται ως κάτι αντισυστημικό ακόμα κι αν οι ίδιοι παλεύουν να ντύσουν με επαναστατικό μανδύα τη δράση και τη ρητορική τους.

   «Γιατί αν η επανάσταση είναι η βούληση να φτάσουμε στη ρίζα των πραγμάτων και να τα’ αλλάξουμε τότε ο φασισμός δεν είναι ποτέ επαναστατικός. Πως μπορεί να είναι ριζοσπαστικό κάτι που θέλει την ‘τιμή του έθνους’ και όχι ‘την τιμή του ανθρώπου’; » όπως έλεγε και ο Βίλχεμ Ράιχ. Άλλωστε την εκλογική (και «κινηματική») άνοδο της Χρυσής Αυγής  την εκκόλαψε η προεκλογική ρητορική του Χρυσοχοίδη και του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ για τις «υγειονομικές βόμβες» και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης  και ας έχυναν μετά τις πρώτες εκλογές κροκοδείλια δάκρυα για την εκλογή δυνάμεων «εναντίον του κοινοβουλευτισμού». Ο φασισμός δεν θα πρέπει να νοείται ξέχωρα από τον καπιταλισμό, γιατί δεν είναι παρά ένα «καπιταλιστικό κράτος έκτακτης ανάγκης»2. Ο καπιταλισμός χρειάζεται τον φασισμό ή τον εκφασισμό της κοινωνίας για να επιβιώσει σε συνθήκες κρίσης. Δε μπορείς επομένως με κανένα τρόπο να αφορήσεις τη βία των εργαζομένων που παλεύουν για δικαιότερες εργασιακές συνθήκες με τον ίδιο τρόπο όπως καταδικάζεις την ακροδεξιά βία που ανοίγει κεφάλια.

  Ειδικά στην Ελλάδα του Μνημονίου οι προσδοκίες των ανθρώπων για μια άνετη και αξιοπρεπή ζωη ματαιώνονται. Η ειρωνεία είναι ότι αυτές τις προσδοκίες τις τροφοδότησε και τις τροφοδοτεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ανάγοντας σε αυτοσκοπό το χρήμα και στερώντας το ταυτόχρονα από την πλειοψηφία του πληθυσμού.

  Τα ΜΜΕ με την ευγενική χορηγία των κεφαλαιούχων ιδιοκτητών τους αρπάζουν κάθε ευκαιρία να καταδικάσουν τη βία που δείχνει οργή σε μια μεγαλύτερη βία, στις κυρίαρχες πολιτικές προ και μετά Μνημονίου. Σε κάθε φυλλάδα ή τηλεοπτικό δελτίο τους επιχειρούν να ταυτίσουν τις οργανωμένες μορφές πολιτικού ακτιβισμού με την τρομοκρατία, αφήνουν στο απυρόβλητο την κατάχρηση της εξουσίας από τις αστυνομικές δυνάμεις και προσπαθούν να μας πείσουν ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε» άρα και όλοι θα τα υποστούμε. Μας λένε ότι Μνημόνιο, ΔΝΤ, τρόικα είναι η μοναδική συνταγή να βγούμε από την κρίση και ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος σύμφωνος με τις ανάγκες των νέων και των εργαζομένων.

  Η χειραφετητική βία των κυριαρχούμενων δεν εξισώνεται με κανένα τρόπο με την βία των κυρίαρχων. Αυτό που τη γεννά είναι τελικά ένα οικονομικό σύστημα εκμετάλλευσης. Ως πότε;;; 

πηγή: http://omniatv.com/blog/2221-katadiki_vias

Εγκώμιο της εκλεπτυσμένης τεμπελιάς

Στη θεωρία που σφυρηλατήθηκε σχετικά μ’αυτήν, η τεμπελιά ωφελήθηκε πολύ από την αυξανόμενη δυσμένεια, στην οποία περιέπεσε η εργασία. Η καθημερινή εργασιακή αποκτήνωση, έχοντας για μεγάλο διάστημα αναγορευθεί σε αρετή από την μπουρζουαζία που αποκόμιζε τα ωφέλη και από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, στις οποίες διασφάλιζε την υπεραξία της εξουσίας τους, τελικά κατέληξε να αναγνωριστεί ως αυτό που πραγματικά είναι: μια ανάστροφη αλχημεία, που μετατρέπει σε μόλυβδο το χρυσάφι του υπαρξιακού πλούτου.

Η δουλειά φρνει την ελευθερία (από το στρατόπεδο του Άουσβιτς)
Η δουλειά φέρνει την ελευθερία (από το στρατόπεδο του Άουσβιτς)

Ωστόσο, η εκτίμηση την οποία καυχιέται ότι έχει κερδίσει η τεμπελιά, δεν έχει πάψει διόλου να υποβαθμίζεται από τη σχέση σύζευξης που, εξομοιώνοντας ηλιθιωδώς τα ζώα με ό,τι πιο αξιοκαταφρόνητο έχουν οι άνθρωποι, συνεχίζει να συνδέει το τζίτζικα με το μέρμηγκα. Θέλουμε δε θέλουμε η τεμπελιά παραμένει δέσμια της εργασίας την οποία απορρίπτει, εγκωμιάζοντάς την.
Η πρώτη σκέψη, όταν πρόκειται να μην κάνεις τίποτα, δεν είναι πως αυτό είναι αυτονόητο; Αλίμονο, μέσα σε μια κοινωνία που μας διχάζει ακατάπαυστα, πως είναι δυνατόν να πλησιάσουμε τον εαυτό μας απρόσκοπτα; Πώς να βολευτούμε χωρίς δυσκολία, σ’αυτή την ευλογημένη κατάσταση όπου δεν βασιλεύει παρά η ραθυμία της επιθυμίας;


Μήπως τα πάντα δεν βρίσκονται σε κίνηση για να ταράξουν, με τα καλύτερα επιχειρήματα του καθήκοντος και της ενοχής, τη γαλήνια ώρα της ηρεμίας όταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου; Ο Γκεόργκ Γκρόντεκ αντιλαμβανόταν ορθά, στην τέχνη του να μην κάνεις τίποτα, το σημάδι μιας συνείδησης πραγματικά απελευθερωμένης από τους πολυάριθμους καταναγκασμούς, που από τη γέννηση ως το θάνατο μετατρέπουν τη ζωή σε μιαι φρενήρη παραγωγή του τίποτα.
Τί ήταν όλοι αυτοί οι ισχυροί, οι μονάρχες, οι αριστοκράτες οι ανώτεροι αξιωματούχοι, αν όχι εργάτες του πνεύματος, επιφορτισμένοι να επιβάλουν την εργασία σ’αυτούς που προηγουμένως είχαν τρελάνει; Αυτή η ραθυμία για την οποία κόμπαζαν οι πλούσιοι και η οποία τρέφει ανά εκατό χρόνια τη μνησικακία των καταπιεσμένων, μου φαίνεται ότι απέχει αρκετά από την ειδυλλιακή κατάσταση της τεμπελιάς.


Θα μπορούσαμε να πούμε για τον τύραννο ότι, τουλάχιστον δροσίζεται από την ευχαρίστηση να τον υπακούν; Δεν υπάρχει πιο άθλια ευχαρίστηση απ’αυτή, που με αντίτιμο τη δυσαρέσκεια των άλλων, αφήνει στο στόμα την πικρή γεύση που προκαλεί! Θα συμφωνούσαμε ότι το να κρατιέται κανείς, μ’αυτό τον τρόπο, υπεράνω των ποταπών ασχολιών, δεν έχει καμία σχέση με την ξεκούραση και διόλου δεν ευνοεί την ευχάριστη κατάσταση του να μην κάνεις τίποτα.
Με διαβεβαιώνουν πως ένας διευθυντής τράπεζας βρέθηκε μια μέρα κατεστραμμένος, εγκαταλλελειμένος απ’ όλους και ντροπιασμένος. Μια γωνιά στην εξοχή τον υποδέχεται. Καλλιεργεί λίγες κληματαριές. Ένας λαχανόκηπος, μερικές κότες και η φιλία των γειτόνων αρκούν για τις ανάγκες του. Αρχίζει να ανακαλύπτει εντυπωσιακά πράγματα: τη δύση του ήλιου, το παιχνίδισμα του φωτός κάτω από τα δέντρα, τη μυρωδιά της θάλασσας, τη γεύση του ψωμιού που ζύμωσε και έψησε, το τραγούδι των βατράχων, το συναρπαστικό σχήμα της ορχιδέας, τις ονειροπωλήσεις της γης την ώρα της πρωινής ή της εσπερινής δροσιάς. Η αποστροφή για μια ύπαρξη αναλωμένη μέσα στην άγνοια του εαυτού του, του πρόσφερε μια θέση στο σύμπαν. Το μόνο που απέμενε ήταν να μάθει πως να την κατακτήσει..

___________________________________________________________

πηγή: Ραούλ Βάνεγκεμ, Εγκώμιο της εκλεπτυσμένης τεμπελιάς

Εθνικισμός και πατριωτισμός

Ο παραδοσιακός ελληνικός εθνικισμός που εμπνέει τα πλήθη ώστε να ψάλλουν το «σε γνωρίζω από την κόψη» στα στάδια, να δακρύζουν με την έπαρση της ελληνικής σημαίας, να τηρούν τα «ήθη και έθιμα» και να μισούν τους «ξένους», αποτελεί πλέον μόνον μια εκδοχή του πατριωτισμού στην Ελλάδα.

Δίπλα του αναδύθηκε μέσα σε μερικούς μόνο μήνες και με καταλύτη τους Ολυμπιακούς Αγώνες μια δεύτερη εκδοχή του πατροπαράδοτου ελληνικού εθνικισμού, που εμφανίζεται ως πιο καλαίσθητη και πολιτισμένη, στέκεται μακριά από τις πολιτικές ακρότητες του αρτηριοσκληρωτικού παρελθόντος, δεν απεχθάνεται τη Δύση και είναι υπερήφανη, όχι τόσο για το ένδοξο παρελθόν του Έθνους, αλλά γι’αυτό που συμβαίνει τώρα: αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά της από τον παραδοσιακό εθνικισμό. Πώς συνέβη όμως αυτό;

Υπήρξαν οι υλικές προϋποθέσεις. Σε μικρό χρονικό διάστημα, το όραμα του εκσυγχρονισμού του πρώην πρωθυπουργού Σημίτη διαμορφώθηκε ως απτή πραγματικότητα, χάρη στην  υλική υποδομή των Ολυμπιακών Αγώνων και των έργων που είχαν στόχο τη μετατροπή της Αθήνας σε μητρόπολη.
Ο ελληνικός καπιταλισμός απέδειξε ότι δεν είναι πλέον υπανάπτυκτος, εξαρτημένος, άχρηστος και μεταπρατικός, ότι δεν βρίσκεται σε διαρκή κρίση και σήψη. Ωστόσο, αν αυτό είναι αρκετό για να προσχωρήσει κάποιος στο στρατόπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού, δεν είναι προφανώς αρκετό για να προσχωρήσει στον εθνικισμό. Για κάτι τέτοιο χρειάζονται επιπλέον ορισμένες ιδεολογικές προϋποθέσεις.

Πρώτα μια γενική προϋπόθεση: οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, από το σχολείο έως τα ΜΜΕ και από την οικογένεια έως τον αθλητισμό, εκπαιδεύουν τις μάζες στην ιδέα πως μια κοινή-και εν πολλοίς μυστηριώδης- ουσία μας ενώνει σε ένα ομοιογενές σύνολο με δεσμούς αίματος, πολιτισμού, κοινής καταγωγής και γλωσσικής καθαρότητας που ορίζουν το Έθνος. Έτσι ο εθνικισμός που προκύπτει, δεν σχετίζεται μόνο με ακραία ιστορικά φαινόμενα βίας και λυσσαλέας μισαλλοδοξίας, αλλά και με την καθημερινή ζωή του έθνους, με τις ήσυχες μέρες του απλού πατριώτη και νοικοκύρη.
Ο πατριωτισμός είναι ο καθημερινός εθνικισμός που αυτοθαυμάζεται, καλλιεργώντας τη φαντασίωση ότι είνα επαρκώς άκακος ώστε να διαφέρει ουσιαστικά από την ακροδεξιά εκδοχή του. Παρ’ όλα αυτά, είναι αδύνατον να χαράξουμε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον εθνικισμό και τον πατριωτισμό (ακόμη και αν έχει «αριστερό», αντι-ιμπεριαλιστικό πρόσημο), διότι η διαφορά τους είναι ποσοτική.

Με άλλα λόγια, η μετάβαση από τον πατριωτισμό στον εθνικισμό γίνεται «ομαλά», χωρίς ρήξη, αρκεί να υπάρξουν γι’αυτό οι κατάλληλες περιστάσεις. Η συνέχεια που ενώνει τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό αποτελεί τη γενική προϋπόθεση για την άνθηση του εθνικισμού όχι μόνο στις κυρίαρχες, αλλά και στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, δηλαδή τη γενική προϋπόθεση για να αποκτήσει ο εθνικισμός μαζική βάση.

Δεύτερη ιδεολογική προϋπόθεση για την ανάδυση της νέας εκδοχής του ελληνικού εθνικισμού, είναι η παράσταση του ελληνικού καπιταλισμού ως «εθνικού καπιταλισμού», ως «εθνική οικονομία» εν κατακλείδι ως το ίδιο το έθνος. Τα επιτεύγματα του ελληνικού καπιταλισμού εκλαμβάνονται έτσι ως επιτέυγματα του έθνους. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες η κυρίαρχη ιδεολογία παρουσίασε όσα πέτυχε «με το δυναμισμό του» ο ελληνικός καπιταλισμός, δηλαδή τα δημόσια έργα και τη μεταμόρφωση της Αθήνας σε δυτική μητρόπολη, την αποτελεσματική διοργάνωση των Αγώνων και την αισθητική αναβάθμιση, ως επιτεύγματα της σύγχρονης αναπτυγμένης Ελλάδας που αποτολμά ως «μικρή χώρα» να αποδείξει στον κόσμο ότι μπορεί να τιμήσει το πλήρες κλέους παρελθόν της. Αυτή η παράσταση του καπιταλισμού ως έθνος, στη συγκεκριμένη εκδοχή της, αποτελεί τον θρίαμβο του ιδεολογήματος της «ισχυρής Ελλάδας».

_________________________________________________________________________________________________________

πηγή: Για τη σημαία και έθνος, Τριανταφύλλου και Ιωακείμογλου