Φιλοσοφία και καθημερινή ζωή – Επίκουρος

Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος, ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο σαν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσει την ψυχή από τα πάθη της.

Όσο είναι κανείς νέος αν μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει ας μη βαριέται να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ό,τι έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής του.Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι’αυτήν. Πρέπει λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος:ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των περασμένων, ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος αφού δεν θα’χει αγωνία για το αύριο.

Χρειάζεται λοιπόν να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην.
Ας μην προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, μα να φιλοσοφούμε πραγματικά. Δεν έχουμε ανάγκη να φαινόμαστε υγιείς αλλά να είμαστε στ’ αλήθεια υγιείς.

Στις άλλες ασχολίες, ο καρπός των προσπαθειών έρχεται αφού αυτές ολοκληρωθούν. Ενώ στη φιλοσοφία, η ευχαρίστηση πάει χέρι-χέρι με τη γνώση: η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση-είναι ταυτόχρονες.

Όταν καταγίνομαι με τη φυσική φιλοσοφία, προτιμώ να μιλώ με παρρησία γι’αυτά που ωφελούν την ανθρωπότητα, έστω κι αν μοιάζω να λέω χρησμούς ακατανόητους, παρά να συμβιβάζομαι με την κοινή γνώμη και να δέχομαι τον έπαινο που ο πολύς ο κόσμος σκορπά τόσο σπάταλα.

Να γελάμε και να φιλοσοφούμε ταυτόχρονα και να φροντίζουμε το νοικοκυριό μας και να χειριζόμαστε τις ιδιωτικές μας υποθέσεις χωρίς να πάψουμε να κηρύσσουμε τα διδάγματα της ορθής φιλοσοφίας.
Στη θεωρητική συζήτηση κερδισμένος βγαίνει ο ηττημένος, εφ’ όσον κάτι έμαθε παραπάνω.

Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ’ενός, δεν κάθησα να μάθω τί αρέσει στους πολλούς-κι αφ’ ετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη.

Η φιλοσοφία της φύσης δεν φτιάχνει ανθρώπους αλαζόνες ή φαφλατάδες ή άτομα που κάνουν επίδειξη γνώσεων περιζήτητων στον πολύ τον κόσμο-αντίθετα, φτιάχνει ανθρώπους αξιοπρεπείς και αυτάρκεις, και περήφανους για τα αγαθά της ίδιας της προσωπικότητάς τους κι όχι για τα υπάρχοντά τους.

Περί Επικούρειας Ηδονής

Η απλή αναφορά της λέξης «ηδονή», προκαλεί σε πολλούς αντιδράσεις αγανάκτησης( οργής ή και περιφρόνησης. Πιθανόν να σκέπτονται πώς είναι δυνατόν μια ολόκληρη φιλοσοφική σχολή να θεμελιώνει τα διδάγματά της επάνω σε μια έννοια τόσο ευτελή, όσο η ηδονή.
Εάν το καλοσκεφτούμε όμως θα δούμε ότι η έννοια της ηδονής δεν είναι τόσο ευτελής, εφόσον για χάρη της ηδονής συνουσιάστηκαν οι γονείς μας και ήρθαμε εμείς στη ζωή, για χάρη της ηδονής απολαμβάνουμε την πόση και την βρώση και παραμένουμε στη ζωή, για χάρη της ηδονής απορρίπτουμε από το σώμα μας όσες ουσίες δεν μας είναι πλέον χρήσιμες και για χάρη της ηδονής συνευρισκόμαστε διαρκώς, αντλώντας ψυχική ηρεμία, σωματική ευεξία και διατηρώντας συνάμα ανοικτή την προοπτική της αναπαραγωγής μας. Είμαστε όλοι δηλαδή, είτε το θέλουμε είτε όχι «όργανα ηδονής» της Μητέρας Φύσης, η οποία χάρη στην ηδονή μας επιβάλλει τη θέλησή Της και τουλάχιστον ανόητος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όποιος αντιδρά στη βούληση της Μεγάλης Μητέρας, διότι είμαστε γεννήματα και τμήματα της Φύσης.
Εκτιμώντας λοιπόν οι πρόγονοί μας τη συμβολή της ηδονής στον ανθρώπινο βίο, την φαντάστηκαν ως κόρη του Έρωτα και της Ψυχής και συνέθεσαν μάλιστα εκείνον τον περίφημο αττικό μύθο στον οποίο παραπέμπουμε κάθε ενδιαφερόμενο, για να παρακολουθήσει το κάλεσμα του Έρωτα, τις περιπέτειες της Ψυχής, τον θάνατο και την ανάστασή της και τέλος τη γέννηση της μονάκριβης και πεντάμορφης θυγατέρας τους, της Θεάς Ηδονής.
Ο δάσκαλός μας ο Επίκουρος ανέδειξε την ηδονή ως σκοπό της ζωής και θεμελίωμα της φιλοσοφίας του και την όρισε ως εξής:

ΟΤΑΝ ΟΥΝ ΛΕΓΩΜΕΝ ΗΔΟΝΗΝ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΝ,
ΟΥ ΤΑΣ ΤΩΝ ΑΣΩΤΩΝ ΗΔΟΝΑΣ,
ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ ΚΕΙΜΕΝΑΣ ΛΕΓΟΜΕΝ,
ΩΣ ΤΙΝΕΣ ΑΓΝΟΟΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΥΧ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ,
Ή ΚΑΚΩΣ ΕΚΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΣΙΝ,
ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΗΤΕ ΑΛΓΕΙΝ ΚΑΤΑ ΣΩΜΑ,
ΜΗΤΕ ΤΑΡΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΤΑ ΨΥΧΗΝ.

Πού σημαίνει:

Όταν λέμε ότι ο σκοπός είναι η ηδονή,
Δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων,
Και αυτές που βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις
Όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το παραδέχονται
Ή είναι κακώς πληροφορημένοι
αλλά να μην πονάει το σώμα
και να μην ταράζεται η ψυχή

Εμείς λοιπόν οι Επικούρειοι, οι λάτρεις της Ηδονής, φροντίζουμε στο μέτρο του δυνατού να μην πονάει το σώμα μας και να μην ταράζεται η ψυχή μας, κι έτσι είμαστε σε θέση να απολαμβάνουμε τη χαρά της Ζωής. Κι αυτή ακριβώς η χαρά είναι η επικούρεια Ηδονή.
Βεβαίως η επικούρεια διδασκαλία δεν αποκλείει καμία άλλη έννοια του όρους ηδονή, αρκεί ωστόσο να μην προκαλεί πόνο στο σώμα και φόβο στην ψυχή. Διότι η χειρότερη συμφορά του σώματος είναι ο πόνος και το χειρότερο πάθος της ψυχής είναι ο φόβος.

___________________________________________________________________________________________________________

Πηγή: Μάριος Βερέττας

Η φιλία και ο έρωτας κατά τον Επίκουρο

Οι φίλοι και η φιλοσοφία είναι οι δύο μεγαλύτεροι πόροι, που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε τη ζωή με σιγουριά και δίχως άγχος. Κι ίσως το καλύτερο απ’ όλα θα ήταν να είχαμε φίλους με τους οποίους να μοιραζόμασταν την επικούρεια φιλοσοφία μας, πολλοί επικούρειοι ζούσαν σε μικρές επικούρειες κοινότητες, όπως οι μαθητές του Πυθαγόρα σε παλιότερους καιρούς.

Αυτές οι κοινότητες είχαν ως πρότυπό τους τον Κήπο που ίδρυσε ο Επίκουρος σ’ένα προάστιο της Αθήνας. Λίγα πράγματα ξέρουμε για την οργάνωση αυτών των κοινοτήτων, πέρα από το ότι δεν απαιτούσαν από τα μέλη να προσφέρουν την περιουσία τους (σε αντίθεση με τους πυθαγόρειους και κάποιες σύγχρονες θρησκευτικές οργανώσεις και μοναστήρια), και το ότι γίνονταν σ’αυτές κανονικά μαθήματα και συζητήσεις πάνω στην επικούρεια φιλοσοφία.

Στις κοινότητες αυτές, οι δούλοι και οι γυναίκες ήταν πρόσωπα ισότιμα με τους άρρενες πολίτες, πράγμα που ξέφευγε κατά πολύ από τα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα της εποχής, ο Επίκουρος πίστευε ότι οι ταπεινής καταγωγής άνθρωποι ήταν σε θέση να καταλάβουν και να επωφεληθούν από τη φιλοσοφία του όσο και οι μορφωμένοι, ακόμα κι απ’ αυτήν την άποψη, ο επικουρισμός βρισκόταν μπροστά από την εποχή του.

Το γεγονός ότι υπήρχαν γυναίκες μέλη, στάθηκε αφορμή να διαδοθούν από εχθρικά πρόσωπα σκανδαλώδεις φήμες, ότι ο Κήπος ήταν τόπος ακατάπαυστων οργίων και γλεντιών, φήμες που προφανώς ενισχύθηκαν από τη θέση του Επίκουρου ότι η σωματική ηδονή είναι η πρωταρχική και βασική μορφή ηδονής. Όμως ο Επίκουρος πίστευε στο γάμο και στην οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες, και αποδοκίμαζε τον σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ’ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων. Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ’αυτή την ανέανα επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση. Ο Επίκουρος θεωρούσε το σεξ ως μία μη αναγκαία ηδονή που ποτέ δεν πρόσφερε πραγματικό όφελος σε κανέναν -…»και να ‘μαστε κι ευχαριστημένοι αν δεν μας βλάψει κιόλας«! Η ερωτική πράξη από μόνη της δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, όμως πολύ πιο σημαντική από το σεξ ή τον έρωτα είναι η φιλία, που «χορεύει ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας«.