Με αφορμή την απόκτηση κάποιων τευχών του περιοδικού ¨intellectum¨ από κάποιον καλό φίλο που γνώρισα στις πρόσφατες διακοπές μου, έπεσε το μάτι μου σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την σύγχρονη τέχνη και τον δημόσιο χώρο. Θα ήθελα λοιπόν να επικεντρωθώ σε κάποια σημεία του άρθρου, το οποίο υπογράφει η Μαρία Κενανίδου.
Μια πόλη είναι πάντα σε μια συνεχή διαδικασία εξέλιξης, τείνοντας να προχωρήσει προς τα εμπρός ακόμη και δεδομένου ότι επαναφέρει «ιζήματα» του παρελθόντος. Το νέο ενσωματώνεται στο παλαιό, ανακατασκευάζοντας και επαναπροσδιορίζοντας το δημόσιο χώρο, που εμπεριέχει το χρόνο: παρόν-παρελθόν-μέλλον, είναι το πραγματικό σημείο συνάντησης ετερογενών δυνάμεων και διαφορετικών τομέων δράσης του κοινωνικού συνόλου ενός τόπου και προκαλεί διάφορα διλήμματα πολιτικής όσον αφορά την έννοια της ποιότητας ζωής.
Μια πόλη διακοσμημένη με έργα τέχνης πέραν του ότι αποτελεί ισχυρός πόλος έλξης για επισκέπτες , συνδράμει και στην πολιτιστική επιμόρφωση των κατοίκων της, μεταλαμπαδεύοντας τους τα μηνύματα που έχουν μεταφέρει στα έργα τους οι καλλιτέχνες . Δυστυχώς οι διαφημίσεις που έχουν κατακλύσει την πόλη μας εκτός από ρύπανση αποτελούν και εστία μόλυνσης για τη νέα γενιά, η οποία μεγαλώνει με την εσφαλμένη αντίληψη πως κεντρική ιδέα της ζωής τους θα πρέπει να είναι η διαρκής κατανάλωση αγαθών με κάθε τρόπο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και αφιερώνοντας όλο τον ελεύθερο χρόνο στην εργασία εις βάρος είτε της μόρφωσής τους, είτε ακόμη και εις βάρος της δημιουργίας οικογένειας.
Η αντικατάσταση της πλειοψηφίας των διαφημιστικών πινακίδων με σύγχρονα έργα τέχνης είναι μια επιτακτική ανάγκη η οποία εξυπηρετεί δύο σκοπούς:
1. από την μία η αμεσότερη επαφή της τέχνης με τον άνθρωπο, με όλα τα θετικά που αυτή συνεπάγεται
2. από την άλλη η χαλάρωση και η «αποτοξίνωση» από το συνεχές βομβαρδισμό των εταιρειών με το μοτό τους «καταναλώνω άρα υπάρχω».
Η τέχνη στο δημόσιο χώρο ως εφήμερη παρέμβαση με τις ιδιότητες του χωροκεντρικού αποτελεί μια δυναμική τοπική παρέμβαση, καθώς επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, περνώντας από την έννοια του χωροκεντρικού σ’αυτήν του κοινωνιοκεντρικού. Η δημόσια τέχνη, με τις γλώσσες και μορφές δράσης με τις οποίες έχει την δυνατότητα να εισχωρήσει στον κοινωνικό ιστό της πόλης, με τη σχοινοβασία ορίων ανάμεσα στην καθημερινή και την αισθητική εμπειρία, και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί μέσα από τη μόνιμη ή εφήμερη παρουσία της να δώσει μια εναλλακτική αντίληψη του χώρου και να προσφέρει εναύσματα για μια φιλική σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Η τέχνη, όταν ενταχθεί στο φυσικό περιβάλλον της πόλης μας θα προσφέρει μια ευχάριστη νότα ξεκούρασης αλλά και δημιουργίας στοχασμών, μια τροφή για σκέψη θα λέγαμε έτσι ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να βρίσκεται σε μια διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στην προπαγάνδα που έχοντας ως κύριο μοχλό τα Μ.Μ.Ε. καθημερινά αποχαυνώνουν την πλειοψηφία και αποσυντονίζουν από τα πραγματικά μας προβλήματα.
Γιατί δεν μπορεί να είναι ουσιώδες το ζήτημα της απόκτησης του νέου κινητού τηλεφώνου αλλά η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και απομόνωσης των ανθρώπων που ενώ ήδη έχουν πολλούς εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας (πέραν της φυσικής επαφής που είναι ο καλύτερος) εντούτοις απομονώνονται, απομακρύνονται από τους γύρω τους και κλείνονται στον εαυτό τους, ευτυχισμένοι απλά επιδεικνύοντας το επίπεδο του πλούτου της χλιδής στην οποία ζουν, κρύβοντας επιμελώς την μιζέρια και τον παραλογισμό πίσω από ένα χαρούμενο προσωπείο.
Σήμερα όμως στην εποχή των χορηγών και των προσφορών η τέχνη εκφυλίζεται. Αυτή η επαιτεία προς το κράτος, η αναγωγή των χορηγών σε βασικό παράγοντα της τέχνης, η σχέση με τις τράπεζες, με τις επιχειρήσεις, οι εκδηλώσεις του επίσημου κράτους βάζουν έναν όρο συναλλαγής και μικροπολιτικής. Επιβάλλουν στην τέχνη τους όρους της αγοράς, καθώς το κράτος δεν συντηρεί όπως θα έπρεπε τους θεσμούς, ούτε εμπιστεύεται στοιχειωδώς με αξιοκρατία τους θεσμούς αυτούς.
Ένα μείζον πρόβλημα, είναι ακριβώς το κατά πόσον μπορεί να ονομαστεί τέχνη η προσπάθεια μιας εταιρείας να προβληθεί μαζικά, ή μια διαφήμιση η οποία χρησιμοποιεί στοιχεία της τέχνης για να ενορχηστρώσει μια πανδαισία εικόνων και ήχων που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες πωλήσεις προϊόντων ή ένας καλλιτέχνης που έχει ως χορηγό μια εταιρεία θα δημιουργήσει έργα αποσυνδεδεμένα ως προς το έργο του χορηγού.
Η όλη προσπάθεια αποτελεί μια υπενθύμιση για το πώς στην εποχή μας η διαχείριση της κοινής γνώμης προέρχεται από μια διανοητική ακαμψία και προτείνει τρόπους και προσπάθειες με τους οποίους μπορούμε να καλύψουμε γνωσιολογικά κενά που υφίστανται από την ευδιάκριτη έλλειψη πολιτιστικής εκπαίδευσης των ακροατηρίων. Αποτελεί μια έκφραση αποδοκιμασίας που προκαλεί το σχόλιο,τις αντιδράσεις, στην πολιτιστική περιβαλλοντική ανεπάρκεια της πόλης μας, στην διατήρηση ενός «κοινωνικού κενού» όπου επιχειρείται να υλοποιηθεί καλλιτεχνικά μια νέα ουτοπία επικοινωνίας.
Δυστυχώς το κράτος συντροφιά με τις εταιρείες προπαγανδίζουν την τυφλή υπακοή στους ανήθικους νόμους της αγοράς, απογυμνώνοντας το άτομο από ηθικές αρχές και αξίες και μετατρέποντάς το σε ένα άβουλο ζώο το οποίο παραπλάναται έτσι ώστε να σκέφτεται μόνον μια στεγνή ζωή από μόρφωση και εκπαίδευση, μια ζωή αφιερωμένη στην εργασία μέχρι εξόντωσης, υπόδουλος των πολιτικών και των διαφημιστικών εταιρειών που υπόσχονται κενούς παράδεισους.