Επειδή η ιστορία πάντα επαναλαμβάνεται..

Η επαναστατική έκρηξη του 1968 δεν περιορίστηκε στον Γαλλικό Μάη. Αγκάλιασε όλο τον κόσμο: Ιαπωνία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Πολωνία, Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και, φυσικά, τη γειτονική Ιταλία. Ο ιταλικός Μάης, εξαιτίας της φύσης της ιταλικής κοινωνίας, κράτησε περισσότερο και ήταν πιο εκρηκτικός: οι εργάτες κάνουν μαζικά «άγριες» απεργίες*, οι νέοι, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι γυναίκες, οι φυλακισμένοι, οι ψυχασθενείς και όλοι οι «παρίες» της κοινωνίας ξεσηκώνονται. Πραγματοποιούνται μερικές θεσμικές αλλαγές- ο κόσμος, όμως, δεν αρκείται σ’ αυτές. Αρνείται ριζικά και μαζικά τις καθημερινές συνθήκες ζωής στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας. Για ν’ αμυνθεί απέναντι στους φασίστες και την αστυνομία αρχίζει να εξοπλίζεται.

Ξεσπούν ταραχές στις φάμπρικες, στις φυλακές, στους δρόμους. Η κατάσταση ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο του κράτους,αλλά και του ΚΚΙ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρα- τίας.Μέσα στο 1969, οι αρχές παραπέμπουν στα δικαστήρια 10.000 εργάτες- οι δίκες, φυσικά, δεν γίνονται ποτέ. Στις 19 του Νοέμβρη, γίνεται στο Μιλάνο μεγάλη απεργία και συγκέντρωση για το ζήτημα των ενοικίων. Έχουν προηγηθεί συγκεντρώσεις, απεργίες και κάθε λογής εκδηλώσεις, που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους ν’ αποκτήσουν ξανά τον έλεγχο πάνω σ’όλες τις πτυχές της ζωής τους. Η κατάσταση φαίνεται καθαρά πως ξεφεύγει από τον έλεγχο του κράτος και των θεσμοθετημένων εξουσιών. Η Ιταλία οδεύει προς την επανάσταση.Το κράτος περνά στην επίθεση. Για να «παγώσει» τον κόσμο, πρέπει να προκαλέσει ένα απρόοπτο και τραυματικό γεγονός.

Στις 12 Δεκέμβρη του 1969, το κράτος «ρίχνει την πρώτη κανονιά του εμφυλίου πολέμου» (Τζ. Σανγκουινέτι). Μια βόμβα εκρήγνυται στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνου, στην Πιάτσα Φοντάνα: 9 νεκροί και 100 τραυματίες. Μια άλλη βόμβα, στην Εμπορική Τράπεζα, στην πλατεία της Σκάλας του Μιλάνου, δεν εκρήγνυται. Δυο βόμβες στη Ρώμη, μια στην Τράπεζα Εργασίας και μια στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, έχουν περί τους είκοσι τραυματίες.

Οι εκρήξεις αυτές των βομβών είναι πράξεις αμυντικής τρομοκρατίας (Τζ. Σανγκουινέτι). Σ’ αυτήν προσφεύγουν μόνο τα κράτη και αντικείμενο της είναι ο πληθυσμός στο σύνολο του. Υπεύθυνοι, κατά συνέπεια, για τις βόμβες είναι το ιταλικό κράτος και οι μυστικές του υπηρεσίες. Οι εκρήξεις βομβών που προηγήθηκαν, όπως λογου χάρη στις 25 του Απρίλη του 1969 (στο Πανηγύρι και στην Τράπεζα του Σταθμού του Μιλάνου) και τον Αύγουστο (στα τρένα), είναι «πρόβα τζενεράλε» πριν απ’ το φοβερό τούτο χτύπημα.

Giuseppe Pinelli, ο αποδιοπομπαίος τράγος του ιταλικού κράτους για τις βόμβες

Η αστυνομία συλλαμβάνει στο Μιλάνο τον «αναρχικό σιδηροδρομικό» Τζουζέπε Πινέλι, ή Πίνο όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, έγγαμο με δυο θυγατέρες και πάει να του φορτώσει την ευθύνη για τις βόμβες. Οι αρχές «βασίζουν» την κατηγορία στο ότι είχε κάνει ένα αδικαιολόγητο ταξίδι στη Ρώμη τον Αύγουστο, τότε που είχαν τοποθετηθεί οι βόμβες στα τρένα. Ο Πινέλι έχει άλλοθι: έπαιζε χαρτιά με κάτι γέρους συνταξιούχους σ’ ένα καφενείο όλη τη μέρα στις 12 του Δεκέμβρη. Η μαρτυρία των συνταξιούχων χαρακτηρίζεται «αναξιόπιστη» και δε λαμβάνεται υπόψη.

Παράλληλα, συλλαμβάνεται στη Ρώμη ο «αναρχικός χορευτής» Πιέτρο Βαλπρέντα, που κατηγορείται κι αυτός για τη βόμβα της Πιάτσα Φοντάνα. Ένας ταξιτζής, τον αναγνώρισε δήθεν στο Μιλάνο και υποστηρίζει ότι τον πήρε ταραγμένο από την Πιάτσα Φοντάνα. Στις 15 του Δεκέμβρη, στις 12 παρά 3 τη νύχτα, η Διοίκηση της Αστυνομίας του Μιλάνου καλεί ασθενοφόρο. Στις 12 και 2, αυτόπτες μάρτυρες βλέπουν να ρίχνεται στην αυλή του κτιρίου από το τέταρτο πάτωμα ο Πινέλι. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, στη διάρκεια της ανάκρισης, ο επιθεωρητής Καλαμπρέζε έδωσε στον Πινέλι μια κοφτή στο λαιμό και τον σκότωσε. Μες στην αναμπουμπούλα, κάποιος αστυνομικός κάλεσε ασθενοφόρο. Έπειτα, όμως, οι αστυνομικοί σκέφτηκαν να σκηνοθετήσουν «αυτοκτονία» του Πι- νέλι. Τον πέταξαν νεκρό στο κενό και υποστήριξαν ότι «πήδηξε μονάχος του απ’ το ανοιχτό παράθυρο».

Για το τέλος απολαύστε μια προκήρυξη με τίτλο «το Ράιχστανγκ καίγεται» που είχε κυκλοφορήσει στις 19 Δεκέμβρη του 1969 (η οποία είναι πάντα επίκαιρη):

«Μπροστά στο ανέβασμα του επαναστατικού κινήματος, παρόλες τις προσπάθειες των συνδικάτων και των γραφειοκρατών της παλιάς και της νέας αριστεράς να το επαναφομοιώσουν, η εξουσία οδηγείται μοιραία να παίξει αυτή τη φορά το ψεύτικο χαρτί της τρομοκρατίας… Η ιταλική αστική τάξη του 1969… δεν έχει πια ανάγκη από τα σφάλματα των παλιών αναρχικών για να βρει μια πρόφαση και να υλοποιήσει την ολοκληρωτική της φύση, παγιδεύοντας τους νέους αναρχικούς με μιαν αστυνομική σκευωρία…

Η  μ π ό μ π α τ ο υ  Μ ι λ ά ν ο υ έ σ κ α σ ε  ε ν α ν τ ί ο ν  τ ο υ  π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο υ . Προορισμός της ήταν να χτυπήσει τα λιγότερο ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα του πληθυσμού, ώστε να τα κάνει να συμμαχήσουν με την εξουσία, και να καλέσει σε συσπείρωση την αστική τάξη… :καθόλου τυχαία, σφαγή στους αγρότες (Αγροτική Τράπεζα   και μονάχα εκφοβισμός στους αστούς (μπόμπα που δεν έσκαοε στην Εμπορική Τράπεζα). Τα άμεσα όσο και τα έμμεσα αποτελέσματα που είχαν οι απόπειρες ή τ α ν σ κ ό π ι μ α…

Μα η ιταλική αστική τάξη είναι η πιο άθλια αστική τάξη της Ευρώπης. Ανίκανη σήμερα να τρομοκρατήσει ενεργητικά το προλεταριάτο, καταφεύγει στο μόνο όπλο που της απομένει: μεταδίδει στην πλειονότητα του πληθυσμού την παθητική της τρομοκρατία, τον φοβερίζει με τον μπαμπούλα του προλεταριάτου. Ανίσχυρη κι αδέξια, στην προσπάθεια της να εμποδίσει μ’αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και συνάμα να δημιουργήσει για τον εαυτό της μια δύναμη που δεν έχει, κινδυνεύει ν’αποτύχει και στα δυο. Έτσι πρέπει να’ πεσαν στο λάθος οι πιο προχωρημένες φατρίες της εξουσίας (εσωτερικές ή παράλληλες…). Η υπερβολική αδυναμία ξαναφέρνει την ιταλική αστική τάξη στο έδαφος της αστυνομικής υπερβολής- καταλαβαίνει ότι η μόνη της δυνατότητα να βγει από ένα ψυχομαχητό δίχως τέλος είναι να διακινδυνεύσει να τερματίσει ευθύς το ψυχομαχητό της.

Έτσι, η εξουσία πρέπει να κάψει απ’την αρχή κιόλας το τελευταίο χαρτί,που θα μπορούσε να παίξει πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, ή πριν από ένα πραξικόπημα για το οποίο είναι ανίκανη, δηλαδή το διπλό χαρτί του ψεύτικου «αναρχικού κινδύνου» (για τη δεξιά) και του ψεύτικου «φασιστικού κινδύνου» (για την αριστερά), με σκοπό να μασκαρέψει και να κάνει δυνατή την αντεπίθεση της εναντίον του αληθινού κινδύνου: του προλεταριάτου. Επιπλέον, η πράξη που μ’ αυτήν η αστική τάξη προσπαθεί σήμερα να ξορκίσει τον εμφύλιο πόλεμο είναι στην πραγματικότητα η πρώτη πράξη του εμφυλίου πολέμου… Επομένως, για το προλεταριάτο το θέμα δεν είναι πια να τον αποφύγει ούτε να τον αρχινίσει, αλλά να τον κερδίσει….

Έχει αρχίσει πια να καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τον κερδίσει με τη μερική βία, αλλά με την ολική αυτοδιαχείριση της επαναστατικής βίας και με το γενικό εξοπλισμό των εργαζομένων, που οργανώνονται στα Εργατικά Συμβούλια. Το προλεταριάτο, λοιπόν, ξέρει πια πως πρέπει ν’ απορρίψει μια για πάντα, κάνοντας την επανάσταση, τόσο την ιδεολογία της βίας όσο και τη βία της ιδεολογίας…. Σύντροφοι, μην αφήσετε να σας σταματήσουν εδώ… Ζήτω η απόλυτη εξουσία των Εργατικών Συμβουλίων!»
____________________________________________________________

πηγές άρθρου:

Ο θάνατος ενός  αναρχικού – Ντάριο Φο

http://en.wikipedia.org/wiki/Giuseppe_Pinelli

Περί Εξαρχείων ο λόγος..

Στα 1830 ο Κλεάνθης Schubert, οριοθετώντας το κέντρο της πρωτεύουσας, αφήνει εκτός τα Εξάρχεια. Λίγο αργότερα, η βαυαρική τάξη πραγμάτων περιχαρακώνεται περίπου στο σημερινό ιστορικό κέντρο και τα Εξάρχεια και ο λόφος του Στρέφη λειτουργούν ως προάστιο, ως ζώνη κατοικίας. Αλλά όχι της αριστοκρατίας. Τα πρώτα Πανεπιστήμια διαμορφώνουν τον μύθο των επόμενων χρόνων…

Ο Νετσάγιεφ «πολεοδόμησε» τα Εξάρχεια
«ΛΥΣΣΑ και συνείδηση» γράφει ένα από τα τελευταία συνθήματα σε τοίχο των Εξαρχείων – παράφραση τσιτάτου του Μάη. Περίπου ύστερα από δέκα χρόνια «ησυχίας», η πλατεία δείχνει να προσφέρει φιλοξενία (ή καταφύγιο) σε μια νέα γενιά αναρχικών. Μέσα σε δεκαπέντε-είκοσι μέρες μικρές ομάδες ξαναβγήκαν στα στενά και η Αστυνομία άρπαξε την ευκαιρία για διαρροές στον Τύπο: Στις 17 Νοεμβρίου θα γίνουν – «υπάρχουν φόβοι» – επεισόδια. Που «θα ξεκινήσουν για μία ακόμη φορά» από το «άσυλο» των Εξαρχείων…

Ένα, δύο, τρία, τα πρώτα Πολυτεχνεία…
… καταγράφονται πολύ πριν από το 1974. Τα νεοκλασικά των Εξαρχείων έχουν δωμάτια που τα νοικιάζουν οι πρώτοι φοιτητές. Ο επαναστατικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα μεταφράζεται σε περιοδικά και εφημερίδες, που τα τυπογραφεία τους συγκεντρώνονται σιγά σιγά στην περιοχή. Το ίδιο και τα πρώτα βιβλιοπωλεία – παράδοση που αντέχει και σήμερα. Οι φοιτητές ζουν στα Εξάρχεια και κάνουν τη βόλτα τους στο Μουσείο. Εκεί θα φθάσουν στις 10 Μαΐου του 1859 ομάδες φοιτητών κατεβαίνοντας από τα Εξάρχεια φορώντας τα ψάθινα σιφναίικα σκιάδια (καπέλα) σε αντίδραση στις υπέρογκες τιμές καπέλων από το εξωτερικό (και γενικά στην οικονομική πολιτική των Βαυαρών).

Τα περίφημα «σκιαδικά» έμειναν στην Ιστορία με τις αιματηρές ταραχές Αστυνομίας και φοιτητών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στα Εξάρχεια. Δύο χρόνια μετά καταγράφεται και η πρώτη «γιάφκα». Σε σπίτι συμφοιτητή του στα Εξάρχεια συζητήθηκε και αποφασίστηκε η δολοφονία της βασίλισσας Αμαλίας. Από ‘κεί οπλισμένος ξεκίνησε ο Αριστείδης Δόσιος για να την πυροβολήσει, στη Σταδίου.

Απέτυχε έπειτα από μια μυθιστορηματική πορεία στη ζωή πέθανε σε ψυχιατρείο, αφού πρόλαβε να χρηματίσει και υπουργός. Το 1896 – λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες – καταγράφεται και το πρώτο «Πολυτεχνείο», όταν φοιτητές της Ιατρικής διαμαρτυρόμενοι για την σκαιή συμπεριφορά του καθηγητή Γαλβάνη και του γνωστού αστυνομικού διευθυντή Μπαϊρακτάρη καταλαμβάνουν το Πανεπιστήμιο. Από τα Εξάρχεια τροφοδοτούνται οι καταληψίες φοιτητές και από εκεί οργανώνουν και καθοδηγούν συγκεντρώσεις υποστήριξης στους έγκλειστους.

Στις αρχές του 20ού αιώνα τα Εξάρχεια ενισχύονται με περισσότερους φοιτητές αλλά και από τη διανόηση της εποχής. Μεγάλα ονόματα της ποίησης και της ζωγραφικής τα επιλέγουν ως χώρο κατοικίας και δημιουργίας, ενώ η τότε «πλατεία» γίνεται στέκι κυκλοφορίας εντύπων και εφημερίδων.

H ραγδαία αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού…
… στη μεταπολίτευση (τα χρόνια του 1-1-4 δεν νομίζω ότι χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις) ενισχύει τον νεολαιίστικο χαρακτήρα της περιοχής. Αυτό το αναγνωρίζει και η σύγχρονη πολεοδομία. Σχεδόν όλα τα αστικά λεωφορεία της πόλης τερματίζουν στην πλατεία Κάνιγγος. Στους φοιτητές που σουλατσάρουν στην πλατεία θα προστεθεί και μια νεώτερη γενιά: οι μαθητές που κατά εκατοντάδες παρακολουθούν τα μεγάλα φροντιστήρια που ζώνουν πια την περιοχή από την Ακαδημίας, την Πατησίων, την Αλεξάνδρας και τη Σόλωνος.

Τα Εξάρχεια παραμένουν ακόμη περιοχή  κατοικίας, η οποία εκτοπίζεται σιγά σιγά όχι μόνο από τα βιβλιοπωλεία και τις πολιτικές οργανώσεις (στην περίοδο 77-84 όλες οι «μικρές» οργανώσεις της Αριστεράς είχαν εκεί τα γραφεία τους), αλλά και από τη φοιτητική διασκέδαση. Τα μπαράκια και τις καφετέριες. Αλλά και ως ζώνη κατοικίας, τα Εξάρχεια διαφέρουν από τις άλλες περιοχές, όπως την Κυψέλη ή το Κολωνάκι. Σύμφωνα με τις απογραφές της Στατιστικής, εκεί καταγράφεται το πιο υψηλό στην Αθήνα ποσοστό κατοικίας από ένα ή δύο άτομα (περίπου το 12% των χώρων κατοικίας έναντι 2,5% του αθηναϊκού μέσου όρου). Ειναι η περιοχή των μοναχικών. Και έχει ενδιαφέρον ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στην τελευταία απογραφή, όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων αλλά και μεταξύ των μεταναστών που ζουν εκεί!

Για τα ναρκωτικά στην περιοχή

Η αστυνομία υποστηρίζει πως: «.. η πρέζα ήρθε κάπου ανάμεσα στα 1978 και 1984. H ασυλία που παρείχε η περιοχή λόγω της δράσης αριστερών κοινοβουλευτικών αλλά κυρίως εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων καθώς και η συγκέντρωση μεγάλου κομματιού της νεολαίας, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους εμπόρους. H ιδεολογία της ανοχής στο λούμπεν περιθώριο που ανθούσε (και σε κάποιο ποσοστό ακόμη ανθεί) στα Εξάρχεια, διευκόλυνε τη συναλλαγή στην πλατεία.«

Κι όμως, η παρουσία της Αστυνομίας όχι μόνο δεν περιόρισε το εμπόριο, αλλά κατά κάποιο τρόπο το… νομιμοποίησε. Για περίπου πέντε χρόνια ομάδες νέων συγκρούστηκαν με τους εμπόρους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Νοέμβριο του 1987, όταν επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν εμπόρους στην πλατεία και έδωσαν τα στοιχεία των αυτοκινήτων τους στην Αστυνομία μέσω του Τύπου. Ο χώρος της αμφισβήτησης πάντα πολεμούσε τους εμπόρους και οι πιο μεγάλες μάχες έγιναν στα Εξάρχεια. («H πρέζα είναι στοιχείο αναχωρητισμού και όχι συλλογικότητας», έλεγαν οι νεαροί αμφισβητίες… Σήμερα ο χώρος παζαρέματος έχει μεταφερθεί πιο χαμηλά, στην Τοσίτσα. Οι περίοικοι έχουν πολλές φορές προσφύγει στην Αστυνομία, αλλά…)

H απομάκρυνση των Πανεπιστημίων…

… από το κέντρο της Αθήνας έφερε αλλαγές και στα Εξάρχεια. Οι φοιτητές (που δραστηριοποιούνταν στη ζωή της περιοχής) είναι πιο λίγοι. Τα περισσότερα «φρικιά» έφυγαν και οι νέες ομάδες είναι μαθητικές ή «μετα-εφηβικές», κυρίως ανέργων που εκδίδουν πολύ ενδιαφέροντα έντυπα, όπου φαινομενικά κυριαρχεί η βία ως σκοπός, αλλά ουσιαστικά η αντίδραση σε πραγματικούς (ή όχι) αποκλεισμούς… Συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, το θέμα είναι ότι τα Εξάρχεια ούτε ήταν ούτε είναι μια οποιαδήποτε γειτονιά. Είναι απ’ αυτές που διασώζουν το διαφορετικό στοιχείο σε μια πόλη και την ξεχωρίζουν από τη «μονόπολη». ʼλλωστε, υπάρχουν τόσες άλλες περιοχές στην Αθήνα ίδιες μεταξύ τους…

H Αστυνομία ματαίωσε την ανάπλαση!

ΣΤΑ ΜΙΣΑ της δεκαετίας του ’90 η μεταφορά των δικαστηρίων στην Ευελπίδων προκάλεσε νέα πίεση στα Εξάρχεια: της επαγγελματικής στέγης (σχετικά φθηνής) από εκατοντάδες νέους δικηγόρους. Ποια θα ήταν, λοιπόν, η εξέλιξη των Εξαρχείων; Τότε, ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ B. Κουλουμπής πείθεται από μία ομάδα νέων πολεοδόμων να αναζητήσει ένα πρόγραμμα ανάπλασης. Πού να φανταζόταν (Νοέμβριος 1985) ότι μία ημέρα πριν απο την επίσημη εξαγγελία και ύστερα από σειρά ανοιχτών συνελεύσεων και ενημερώσεων στην πλατεία, η ανάπλαση θα ματαιωνόταν από τα MAT!

Ο επικεφαλής αυτής της ομάδας (σύμβουλος του Κουλουμπή τότε), Σπύρος Τσαγκαράτος, λέει για πρώτη φορά πως «η επέμβαση στην πλατεία έγινε, διότι όπως μου εξήγησε ο κ. Σταθάτος, υφιστάμενος του Νίκωνα Αρκουδέα, η Αστυνομία χρειάζεται τα »πρεζάκια» και τα »βαποράκια» ως πηγές πληροφόρησης. Δεν ρισκάρουμε να τους χάσουμε με πεζοδρομήσεις και αναπλάσεις». «Το θυμάμαι σαν τώρα. Κατά την τελευταία συνάντηση πάνω στην πλατεία, συμφωνήσαμε με τους κατοίκους ότι θα απορρίψουμε το σχέδιο «Πλάκα», να πεζοδρομήσουμε δηλαδή μία διαδρομή από την πλατεία μέχρι το Μουσείο, ώστε να ανεβάσουμε τουρίστες μέχρι τα Εξάρχεια. Και συμφωνήσαμε να καλέσουμε τον Τύπο την επομένη και να αναγγείλουμε ένα σύνθετο »πακέτο» από πεζοδρομήσεις (τότε, η Θεμιστοκλέους ήταν μόλις ο τρίτος πεζόδρομος της Αθήνας) και κίνητρα για κατοικία με ανάπτυξη άλλων, ήπιων παρεμβάσεων. Ο Κουλουμπής ήταν έτοιμος να τα ανακοινώσει το ίδιο βράδυ, όταν έγινε ένα εντελώς αδικαιολόγητο »ντου» των MAT στην πλατεία. Κυριάρχησε στα μέσα ενημέρωσης, έγιναν καταστροφές, οπότε άντε μετά να βγεις και να μιλήσεις για επιστροφή κατοικίας και ήπιες παρεμβάσεις»…

Πλατεία υπό αστυνομική τρομοκρατία..

Η ομοθυμία τους αντανακλάται ακόμη και στο επίπεδο της ορολογίας: για «κράτος των Εξαρχείων» μιλά η «Espresso» (30/4), «300 «αναρχοληστές» των Εξαρχείων» βλέπει η «Καθημερινή» (29/4), «μετατροπή ολόκληρων περιοχών της πρωτεύουσας σε ανοχύρωτες γειτονιές» διαπιστώνει ο Πρετεντέρης στο «Βήμα» (29/4), «»ανεξάρτητο κράτος» από τους κουκουλοφόρους των Εξαρχείων» ανακαλύπτει, τέλος, το «Πρώτο Θέμα» (29/4), εξηγώντας πως «αστυνομικοί μιλάνε πλέον ανοιχτά για αναβίωση της προ του 1990 ανεξέλεγκτης κατάστασης».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι περιγραφές των σχεδίων της ΕΛ.ΑΣ. Παρά τις διαφωνίες τους όσον αφορά την επιχειρησιακή ονομασία της επερχόμενης εκκαθάρισης («Τρίαινα», «Εξάρχεια» ή κάτι άλλο), τα ρεπορτάζ διακρίνονται κι εδώ από ενιαία ορολογία: «εισβολή» των ΜΑΤ στους «θυλάκους» της αναρχίας («Ελ. Τύπος» 27/4), «εισβολή μακράς διαρκείας» στα Εξάρχεια («Espresso» 29/4), «κατάλυση του «αβάτου» της πλατείας» («Βήμα» 29/4)… Οπως ακριβώς αρμόζει, δηλαδή, σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον μιας εδαφικά καθορισμένης, κυρίαρχης επικράτειας.

Απλή λογική αρκεί, ωστόσο, για να αποκαλυφθεί σε όλο του το μεγαλείο ο παραλογισμός αυτής της συλλογιστικής. Γιατί τα Εξάρχεια δεν είναι Μπέλφαστ ούτε Καισαριανή του ’44, αλλά μια απλή συνοικία της Αθήνας. Η δε επιδρομή στο τμήμα της Καλλιδρομίου χρωστά τη «στρατιωτική» της επιτυχία στον αιφνιδιασμό και την ολιγόλεπτη διάρκειά της, όχι σε κάποιο μυθικό «άβατο» όπου η ΕΛ.ΑΣ. απαγορεύεται να εισέλθει.

Ηλίου φαεινότερον, επίσης, πως οποιαδήποτε «εκκαθαριστική» επιχείρηση δεν πρόκειται να αποδώσει παρά μόνο μαζικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων όσων πολιτών θα έχουν την ατυχία να βρεθούν τη συγκεκριμένη στιγμή στο διάβα των πραιτόρων. Το σχέδιο της «εισβολής», όπως αναλύεται στον φιλοκυβερνητικό «Ελεύθερο Τύπο» (27/4), αποτελεί άλλωστε αντιγραφή των κλασικών «μπλόκων» της Κατοχής: «Οι έφοδοι θα εκδηλωθούν μέσω των τριών βασικών οδών που καταλήγουν στην ομώνυμη πλατεία, προκειμένου να συμπιεστούν οι θαμώνες προς το κέντρο και να ακολουθήσουν μαζικές προσαγωγές και συλλήψεις».

..Μ’ άλλα λόγια, θα ξεχειλίσουν πάλι οι κλούβες από νέους (ή λιγότερο νέους) που οι φάτσες τους δεν αρέσουν στα όργανα της τάξης.

Η ομοθυμία τους αντανακλάται ακόμη και στο επίπεδο της ορολογίας: για «κράτος των Εξαρχείων» μιλά η «Espresso» (30/4), «300 «αναρχοληστές» των Εξαρχείων» βλέπει η «Καθημερινή» (29/4), «μετατροπή ολόκληρων περιοχών της πρωτεύουσας σε ανοχύρωτες γειτονιές» διαπιστώνει ο Πρετεντέρης στο «Βήμα» (29/4), «»ανεξάρτητο κράτος» από τους κουκουλοφόρους των Εξαρχείων» ανακαλύπτει, τέλος, το «Πρώτο Θέμα» (29/4), εξηγώντας πως «αστυνομικοί μιλάνε πλέον ανοιχτά για αναβίωση της προ του 1990 ανεξέλεγκτης κατάστασης».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι περιγραφές των σχεδίων της ΕΛ.ΑΣ. Παρά τις διαφωνίες τους όσον αφορά την επιχειρησιακή ονομασία της επερχόμενης εκκαθάρισης («Τρίαινα», «Εξάρχεια» ή κάτι άλλο), τα ρεπορτάζ διακρίνονται κι εδώ από ενιαία ορολογία: «εισβολή» των ΜΑΤ στους «θυλάκους» της αναρχίας («Ελ. Τύπος» 27/4), «εισβολή μακράς διαρκείας» στα Εξάρχεια («Espresso» 29/4), «κατάλυση του «αβάτου» της πλατείας» («Βήμα» 29/4)… Οπως ακριβώς αρμόζει, δηλαδή, σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον μιας εδαφικά καθορισμένης, κυρίαρχης επικράτειας.

Υπάρχουν και κάποιες άλλες πλευρές του σχεδίου που, όπως πληροφορούμαστε, έχει εκπονηθεί ήδη από τον περασμένο Μάρτιο (στο φόρτε δηλαδή του φοιτητικού κινήματος): «εκτεταμένες έρευνες σε επιλεγμένα στέκια», ακόμη και «στις κατοικίες όσων εικάζεται ότι βρίσκονται κάτω απ’ τις κουκούλες». Προσοχή: απλά «εικάζεται» (δηλαδή δεν υπάρχουν καν «ενδείξεις»). Γενικευμένο, δηλαδή, τρομοκρατικό πογκρόμ κατά της ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, με βάση την εκτενέστατη χαρτογράφηση του «εσωτερικού εχθρού» που -κατά τα ίδια ρεπορτάζ- έχουν ήδη καταστρώσει οι υπηρεσίες ασφαλείας.

«Μέχρι τώρα στα αρχεία της Κρατικής Ασφάλειας είναι καταγεγραμμένοι 680 αναρχικοί. Το μόνο που μένει είναι η απόφαση, και το πρόβλημα θα λυθεί», εξηγεί κάποιος ανώνυμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. στην «Espresso» (29/4), χωρίς να μπαίνει σε διαφωτιστικές λεπτομέρειες για τον τρόπο «επίλυσης». Κατά την «Καθημερινή», πάλι, «οι αναφορές της αστυνομίας για το «χώρο» αποτυπώνουν ένα δυναμικό 2.000 ατόμων που θεωρείται ότι ανήκουν στο διευρυμένο κύκλο αντεξουσιαστών» (29/4).

Οσο για τον παλαίμαχο Βασίλη Λαμπρόπουλο του «Βήματος», οι δικές του πληροφορίες απαριθμούν 13 «στέκια αντιεξουσιαστών» στα Εξάρχεια, τρία απ’ τα οποία φωτογραφίζονται σαν «καθοδηγητές εμπρηστικών επιθέσεων» ή «ιδεολογικοί υποστηρικτές των ανθρώπων του επονομαζόμενου «χώρου»». Κατά τα άλλα, το φακέλωμα υποτίθεται πως έχει καταργηθεί και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επαγρυπνεί για να μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου!

Καρτιέ Λατέν αλά ελληνικά..

Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα ακολουθήσει ενδεχόμενη εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου. Υπάρχει, άλλωστε, πλούσια πείρα από το σχετικά πρόσφατο πρελθόν. Οταν, δηλαδή, κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το στερεότυπο περί «κράτους των Εξαρχείων».

Οσοι έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της περιοχής, τονίζουν ένα πράγμα: τα Εξάρχεια συνιστούν μια ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη γειτονιά, δίπλα στο διοικητικό κέντρο της πρωτεύουσας και -το κυριότερο- σε μικρή απόσταση από τα τέσσερα ιστορικά πανεπιστημιακά συγκροτήματά της (Πολυτεχνείο, Νομική, Χημείο, ΑΣΟΕΕ). Εξ ου και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της, ως τόπου συγκέντρωσης φοιτητών, τυπογραφείων και μορφών διασκέδασης της νεολαίας.

Απόρροια αυτής της φυσιογνωμίας υπήρξε και η σύνδεσή της με τις περιπέτειες της αριστεράς -από την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά ώς τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1-1-4 και τα αντιδικτατορικά «στέκια».

Στη Μεταπολίτευση η περιοχή μετατράπηκε στο επίκεντρο των πολιτικοϊδεολογικών ζυμώσεων και διεργασιών της εποχής, στεγάζοντας γραφεία οργανώσεων, έντυπα, εκδοτικούς οίκους και μπαράκια. Η κρίση των επίσημων σχηματισμών της αριστεράς και η υιοθέτηση πολιτικών ρευμάτων και συλλογικών στάσεων δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης θα δώσουν στη συνοικία ένα ιδιαίτερο χρώμα, που από κάποιο σημείο και μετά σοκάρει τα παραδοσιακότερα κοινωνικά στρώματα και πολιτικές τις δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας.

Μαθητής λυκείου στην επαρχία του 1979-80 ένας από εμάς θυμάται τις στερεοτυπικές τότε διαδόσεις ότι «στα Εξάρχεια περπατάς μέρα μεσημέρι και τρως στα καλά καθούμενα ένα στιλέτο στην πλάτη». Ακόμη αποκαλυπτικότερα είναι, ωστόσο, κάποια δημοσιεύματα της εποχής -λιγότερο στον δεξιό τύπο και περισσότερο στα έντυπα του ΚΚΕ, τα στρατευμένα κατά του «αμερικάνικου τρόπου ζωής»:

«Δεν φτάνουν τα τόσα και τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι, έρχεται να προστεθεί η διαφθορά με τους «αναρχικούς», τα ναρκωτικά, τα φανερά πορνεία, τον αγοραίο έρωτα σε κρυφή μορφή στα ξενοδοχεία», διαβάζουμε π.χ. σ’ ένα τυπικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (16/12/80). «Πυρήνας «αναρχικών» η πλατεία Εξαρχείων. Μαζεύτηκαν στα Εξάρχεια για νάναι πιο κοντά στο Πανεπιστήμιο, τη Νομική, το Πολυτεχνείο, τη Φυσικομαθηματική. Να δρουν μέσα στις σχολές, παίζοντας το γνωστό ρόλο τους… Ειδικά στη μοναδική πλατεία της περιοχής έχουν κάνει κατοχή! Οποια ώρα κι αν περάσεις βλέπεις μακρυμάλληδες με κουρελιασμένα ρούχα να είναι ξαπλωμένοι ανενόχλητοι στο γρασίδι».

Οσο για το διά ταύτα, όπως το διατυπώνει ο πρόεδρος του τοπικού Επιμορφωτικού – Εκδρομικού Συλλόγου: «Η κυβέρνηση φταίει γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Δεν παίρνει κανένα μέτρο, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των συλλόγων. «Αναρχικοί», ναρκομανείς κ.ά. δρουν ανενόχλητα με την ανοχή της αστυνομίας».

Η αστυνομία κάθε άλλο παρά έμενε, φυσικά, αδρανής. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από ρεπορτάζ της «Ε» για μια τυπική «επιχείρηση αρετής»: στις 8/4/1980 αστυνομικοί εισέβαλαν στην ταβέρνα «Τιπούκειτος», διέκοψαν το μουσικό πρόγραμμα και προσήγαγαν τον τραγουδιστή κι όλους τους θαμώνες (κάπου 100) για «εξακρίβωση στοιχείων». Δεν κρατήθηκε κανείς, ανακρίθηκαν όμως όλοι τους «τι δουλειά είχαν εκεί»!

Σ’ ένα μαζικότερο επίπεδο, η εικόνα των Εξαρχείων ως χώρου «παρανομίας», «παρακμής» και «διαφθοράς» θα αποκρυσταλλωθεί το 1982-83 με την προβολή από την κρατική τηλεόραση του σίριαλ «Κάθοδος». Ουκ ολίγοι τρομοκρατημένοι γονείς θα εξορκίζουν τα τέκνα τους, μαθητές φροντιστηρίου ή επαρχιώτες φοιτητές, να μην πατήσουν ποτέ το πόδι τους στα επώνυμα μπαράκια που η μικρή οθόνη εμφάνιζε σαν άντρα ακολασίας και εγκλήματος.

Πιο ψυλλιασμένοι κάποιοι άλλοι απλώς θα συμβουλεύσουν τους γόνους τους να κουβαλάνε μαζί τους ταυτότητα έτσι και διασχίσουν τη Χαριλάου Τρικούπη, αν δεν θέλουν να βγάλουν τη νύχτα σε κάποιο αστυνομικό τμήμα.

Στα ίδια τα Εξάρχεια, πάντως, το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με τις «επιχειρήσεις αρετή» του 1984. Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, μ’ ένα τρομολαγνικό δισέλιδο του «Εθνους» που έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Και τώρα οι… «Σιού». Εξάρχεια: μετά τα ναρκωτικά και τους αναρχικούς, ήρθαν οι πανκς με τα ξυρισμένα κεφάλια».

Οι επεμβάσεις της αστυνομίας κατά καιρούς..

Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζονται στο πεζοδρόμιο «αγανακτισμένοι πολίτες»: ακροδεξιοί του ΕΝΕΚ και της ΕΠΕΝ, ενώ η τοπική οργάνωση του οποίου θεωρητικοποιεί αυτές τις πρακτικές με προκήρυξή της, σαν «συμπαράταξη όλων των υγιών μορφωτικά τάσεων, που οικοδομεί κίνημα για την αυτοάμυνα της περιοχής από τον εισοδισμό των ναρκωτικών, του κοινού εγκλήματος, της ατομικής ή οργανωμένης «προβοκάτσιας»». Από την άλλη, η αντίσταση στην καταστολή υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο του αντιεξουσιαστικού χώρου, αγκαλιάζοντας ευρύτερες μάζες της (φοιτητικής ιδίως) νεολαίας. Ακόμη και μέλη κοινοβουλευτικών νεολαιών καμαρώνουν στις παρέες τους για τις επιδόσεις τους στη ρίψη μολότοφ.

Ηδη από το τέλος του 1985 η φιλολογία περί «κράτους των Εξαρχείων» εμφανίζεται στο δεξιό τύπο. «Νέα επεισόδια δημιούργησαν χθες οι αναρχικοί «υπήκοοι του κράτους» των Εξαρχείων», διαβάζουμε π.χ. στην «Ακρόπολη» (14/5/86) για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την απαγόρευση των αντιπυρηνικών διαδηλώσεων για το Τσερνομπίλ.

Τον όρο θα υιοθετήσει ακόμη και ο νέος υπουργός Δημ. Τάξης, Αντώνης Δροσογιάννης: «Δεν πρόκειται να ανεχθώ να υπάρχει κράτος αναρχικών ή οποιωνδήποτε άλλων στα Εξάρχεια. Η πλατεία θα γίνει όπως όλες οι άλλες, και όλοι θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα» («Το Βήμα» 18/5/86).

Για να νομιμοποιήσει την καταστολή, ο Δροσογιάννης επιστρατεύει κάποια δοκιμασμένα επιχειρήματα. «Αποκαλύπτει» π.χ. ότι κάποιοι «έβαλαν στην πλατεία Εξαρχείων ένα στρώμα και εξέδιδαν εκεί έναντι πενήντα δραχμών δύο κοριτσάκια δεκαπέντε ετών», ή ότι «οι μισοί θαμώνες της πλατείας είναι παιδιά 10-12 χρόνων που δεν συνοδεύονται». Παράλληλα «υπενθυμίζει» πως «ο αναρχισμός έχει γίνει μανδύας για ποικίλες παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ναρκωτικών». Οταν, όμως, στις 17/2/1986 ομάδες αναρχικών έδιωξαν διά ροπάλου τους εμπόρους της ηρωίνης από την πλατεία, τα ΜΑΤ επενέβησαν για να οδηγήσουν στο δικαστήριο τους… αναρχικούς!

Η επέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. θα ξεκινήσει στα μέσα Μαΐου 1986, με πολυήμερες μαζικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κι εκατοντάδες προσαγωγές ανθρώπων κάθε ηλικίας: μεσήλικες κοστουμαρισμένοι περίοικοι οδηγούνται στις κλούβες μαζί με πιτσιρικάδες, δημοσιογράφους, ακόμη κι έναν κινέζο τουρίστα! Οι διαδηλώσεις απαγορεύονται, ο υπουργός υπερασπίζεται με πάθος τις «προληπτικές συλλήψεις» (20/5/86), ενώ ο αστυνομικός διευθυντής Τασιάκος ανακοινώνει ότι τα Προπύλαια «είναι χώρος περιπάτου κι όχι πολιτικών εκδηλώσεων» («Τα Νέα» 13/5/86).

Τριάντα φεμινίστριες που επιχειρούν να οργανώσουν δημόσια συζήτηση στο χώρο της πλατείας συλλαμβάνονται κι αυτές (22/5/86). Ο υπουργός θα τις χαρακτηρίσει «παρδαλές διανοούμενες», ενώ το «Εθνος» σχολιάζει το συμβάν με τον τρόπο του: «Τα ΜΑΤ τις πήραν αγκαλιά»!

Αντιμέτωποι με την αστυνομική βία, κάποιοι καταφεύγουν στο μαύρο χιούμορ: «ομάδες εμιγκρέδων πατριωτών» απειλούν π.χ. με προκήρυξή τους να καταφύγουν στον ΟΗΕ για την κατοχή του «κράτους» τους («Ε» 29/5/86). Κάποιοι άλλοι θα απαντήσουν δυναμικά, καίγοντας γραφεία του ΠΑΣΟΚ σε όλη την Αθήνα, με αποκορύφωμα τον εμπρησμό των τυπογραφείων της «Εξόρμησης».

Την επέλαση των ΜΑΤ επισφράγισε η πολεοδομική καταστολή, με την εξαγγελία ενός σχεδίου «ανάπλασης» της συνοικίας, στα βήματα του Θησείου και της Πλάκας: πεζοδρομήσεις, απομάκρυνση σουβλατζίδικων και μπαρ, ανάπτυξη ήπιας τουριστικής υποδομής, γκαλερί κ.λπ.

Το σκεπτικό, όπως αναλυόταν στο σχετικό φυλλάδιο του ΥΠΕΧΩΔΕ, ήταν εξαιρετικά απλό: η «αποθάρρυνση των διαφόρων περιθωριακών κοινωνικών ομάδων στη μονοπώληση και υποβάθμιση του χώρου», μέσω της μετατροπής της συνοικίας σε «πόλο έλξης επισκεπτών και τουριστών» και της «τόνωσης της κατοικίας» ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Κάποιοι από τους «αγανακτισμένους» κατοίκους χαιρέτισαν αυτή την πρωτοβουλία με ενθουσιασμό. Κάποιοι άλλοι -ίσως και οι ίδιοι- έβγαλαν απ’ την όλη διαδικασία σεβαστή υπεραξία. «Ξύπνιοι επενδυτές κερδοσκόπησαν σε βάρος των κατοίκων στα Εξάρχεια», μας πληροφορεί ρεπορτάζ της «Κ.Ε.» (25/5/86). «Εκμεταλλευόμενοι πότε τις επιχειρήσεις «αρετής», πότε τις δυναμικές εμφανίσεις των πανκς, αγόρασαν διαμερίσματα «για ένα κομμάτι ψωμί»».

Μια μωβ σκιά..

Αρθρο του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ για τα επεισόδια που έγιναν τον Μάιο του 1986… Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Τέταρτο»

«…Μια μωβ σκιά Μαΐου ξάπλωσε στον τόπο. Οσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους ενόχλησαν τους Ελληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο ολόκληρο. Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι. Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα. Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα-εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους. Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς. Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ’ τον καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ώς τον δημόσιο υπάλληλο, από τους αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ώς τον τυχαίο μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και πιστοποιητικά. Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό, ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά.

Εξύβριση αρχής – έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων. Χειροδικία κατά της αρχής – έτσι είθισται να αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος. Η ανωνυμία και η εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του. Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και, δυστυχώς, γνησίως ελληνική τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια – όσα είχα δηλαδή την ευτυχία να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον μας.

Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν’ αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών.

Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί με «επιτυχία», να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου… κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται. Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος, δεν… ανακαλύπτονται.

Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». (…) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ».

πηγές:

ΤΑ ΝΕΑ , 06-11-2004 , Σελ.: N23

http://www.iospress.gr/ios2007/ios20070513.htm

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=938551