«Από τη στιγμή που όλοι θα πεθάνουμε, είναι προφανές πως το πού και το πότε δεν έχει σημασία»
«Μου έχει μείνει λίγος χρόνος και δεν ήθελα να τον σπαταλήσω στο Θεό..» (Ο ξένος, 1942)
«Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη όταν κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι..»
Ο Αλμπέρ Καμύ, γαλλοαλγερινός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1957.
Γεννήθηκε στις 07-11-1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας και πέθανε στις 04-01-1960 στη Σανς της Γαλλίας στις 04-01-1960. Έζησε στην Αλγερία και στη Γαλλία. Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του (μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στο μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά από το απολυτήριο λυκείου (bac), παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της φιλοσοφικής σχολής, αλλά η φυματίωση τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αλγερίας (1935). Ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα όπως και στο Κόμμα των Πολιτών της Αλγερίας.
Ιδρυτής του Theatre du Travail (1935) για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής, ηθοποιός και θεωρητικός, χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του (Ο Ξένος και Η Πανούκλα) όσο και στα θεατρικά του έργα (Καλιγούλας, Οι Δίκαιοι) αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια (Ο Μύθος του Σισσύφου, Ο Επαναστατημένος άνθρωπος).
«Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μην σε ακολουθήσω.. Μην περπατάς πίσω μου μπορεί να μην σε οδηγήσω.. Απλώς περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου«
Στο περιθώριο των κυριάρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στο Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, το Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δε σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.
Οσοι ερευνούν τη ζωή του, κάποια στιγμή συμφωνούν σ’ ένα χαρακτηριστικό: στην πυρετώδη επιθυμία του για ζωή. Xωρίς να αποσιωπούν στη συνέχεια και την εντιμότητά του, που διακρίνεται στις θέσεις που υιοθέτησε σε διάφορα ζητήματα, με εξέχουσα περίπτωση τη στάση του ως κομμουνιστή: «Hταν από τους λίγους που καταδίκασαν τα σταλινικά εργατικά στρατοπέδα όταν αποκαλύφθηκαν». Σε αντίθεση με τον επίσης κομμουνιστή Σαρτρ, που όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα του «Γκάρντιαν» «η… ευέλικτη στάση του ευνόησε πολλαπλά τη θέση του ως διανοούμενου και όχι μόνο».

Έγραψε μάλιστα στην Ελένη Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…»
Αναδημοσιεύω ένα κομμάτι από το λόγο του κατά την τελετή απονομής του βραβείου που είχε ως θέμα την αποστολή του διανοούμενου, θέμα που πάντα είναι επίκαιρο (περισσότερο ίσως στις μέρες μας ):
«Ο ρόλος του συγγραφέα δεν διαχωρίζεται από τα δύσκολα καθήκοντα. Εξ ορισμού δεν μπορεί σήμερα να τεθεί στην υπηρεσία εκείνων που δημιουργούν την ιστορία, αλλά μόνο στην υπηρεσία εκείνων που την υφίστανται. Διαφορετικά, βρίσκεται μόνος και χωρίς την τέχνη του. Ούτε όλοι οι στρατοί των τυραννικών καθεστώτων δεν μπορούν να τον βγάλουν από τη μοναξιά του, ακόμη κι αν, και κυρίως αν, συμφωνήσει να τους ακολουθήσει. Ομως η σιωπή ενός αγνώστου φυλακισμένου, αφημένου στις ταπεινώσεις, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να επαναφέρει τον συγγραφέα από την εξορία, κάθε φορά τουλάχιστον που καταφέρνει, μέσα από τα προνόμια της ελευθερίας του, να μη λησμονεί αυτή τη σιωπή και να τη συγκρατεί μέσα από την τέχνη του.
Κανείς από εμάς δεν είναι αρκετά σημαντικός για κάτι τέτοιο. Αλλά σε κάθε περίσταση της ζωής του, σκοτεινής ή πρόσκαιρα λαμπερής, δεμένος χειροπόδαρα από την τυραννία ή ελεύθερος για κάποιο χρόνο να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να ξαναβρεί την αίσθηση μιας ζωντανής κοινότητας η οποία θα τον δικαιώσει, με μόνη προϋπόθεση να αποδεχτεί , όσο μπορεί, τα δύο φορτία που διαμορφώνουν το μεγαλείο του επαγγέλματός του : την υπηρεσία της αλήθειας και της ελευθερίας. Αφού η φιλοδοξία του είναι να συνενώσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να βολευτεί με το ψεύδος και την υποταγή, τα οποία, όπου βασιλεύουν, αυξάνουν τη μοναξιά. Οποιες κι αν είναι οι προσωπικές μας αδυναμίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας, θα ριζώνει πάντα σε δύο σκοπούς δύσκολους να υπηρετήσεις: την άρνηση να ψεύδεσαι για όσα γνωρίζεις και την αντίσταση στον καταναγκασμό. (…)

Κάθε γενιά, αναμφίβολα, πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει όμως ότι δεν πρόκειται να το κάνει. Ωστόσο, ο ρόλος της είναι ίσως μεγαλύτερος. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να φθαρεί. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας όπου εμπλέκονται αποτυχημένες επαναστάσεις, τεχνικές που ξεστράτισαν, πεθαμένοι θεοί και παρωχημένες ιδεολογίες, όπου μέτρια καθεστώτα μπορούν σήμερα να καταστρέψουν τα πάντα, χωρίς να γνωρίζουν πώς να πείσουν, όπου το πνεύμα ταπεινώθηκε μέχρι που έγινε η υπηρέτρια του μίσους και του καταναγκασμού, αυτή η γενιά όφειλε, στην ίδια και γύρω της, να επανορθώσει, ξεκινώντας από τις δικές της αρνήσεις , κάτι από αυτό που κάνει να ζεις και να πεθαίνεις αξιοπρεπώς».
Να σημειώσω τέλος πως ο Βασίλης Ραφαηλίδης θεωρούσε τον Καμύ ως δάσκαλό του (το αναφέρει στο βιβλίο του «Λαοί της Ευρώπης»).
_______________________________________________________________________________________________________
Πηγές:
http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,id=91132208
http://www.hri.org/E/1997/97-10-23.dir/keimena/art/art1.htm
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%81_%CE%9A%CE%B1%CE%BC%CF%8D