Δεν πιστεύετε λοιπόν διόλου στον Θεό; (Μαρκήσιος Ντε Σαντ)

Όχι. Και για έναν απλούστατο λόγο: διότι είναι εντελώς αδύνατον να πιστέψει κανείς σε ό,τι δεν κατανοεί. Η πίστη και η κατανόηση πρέπει να έχουν άμεση σχέση, η κατανόηση είναι η βασική τροφή της πίστης, όπου δεν δρα η κατανόηση, η πίστη είναι νεκρή κι εκείνοι που σ’αυτήν την περίπτωση ισχυρίζονται ότι την διαθέτουν, ουσιαστικά το κάνουν προς δημιουργία εντυπώσεων. Σε προκαλώ εσένα τον ίδιο να πιστέψεις στον θεό που μου κηρύττεις, έτσι,χωρίς να μου δώσεις αποδέιξεις, διότι δεν εναπόκειται σ’ εσένα να τον ορίσεις και συνεπώς δεν τον κατανοείς και, από τη στιγμή που δεν τον κατανοείς, δεν μπορείς να μου δώσεις ούτε ένα λογικό επιχείρημα, με δυό λόγια, ό,τι ξεπερνά τα όρια του ανθρώπινου νου είναι ή χιμαιρικό ή ανώφελο, αφού λοιπόν ο θεός σου δεν μπορεί παρά να είναι ή το ένα ή το άλλο, στην πρώτη περίπτωση θα ήμουν τρελός να πιστέψω και στη δεύτερη ανόητος.
Απόδειξέ μου φίλε μου, την αδράνεια της ύλης και θα παραδεχτώ τον πλάστη, απόδειξέ μου ότι η φύση δεν είναι αυτάρκης και θα σου επιτρέψω να της προσδώσεις έναν δημιουργό. Μέχρι τότε μην περιμένεις τίποτε από εμένα, πιστεύω μόνο στο αυτονόητο και το εισπράττω μονάχα με τις αισθήσεις μου, εκεί που εκείνες σταματούν, η πίστη μου είναι ανίσχυρη. Τον ήλιο τον πιστεύω γιατί τον βλέπω, τον αντιλαμβάνομαι ως σημείο συγκέντρωσης όλης της εύφλεκτης ύλης της φύσης, και η περιοδική πορεία του μου αρέσει δίχως να με εκπλήσσει. Είναι ίσως μια φυσική διαδικασία εξίσου απλή με τον ηλεκτρισμό, που δεν μας είναι όμως κατανοητή. Τί μου χρειάζεται να εμβαθύνω; Και να μου τοποθετήσεις τον θεό σου ψηλότερα από όλα αυτά, εγώ θα έχω προχωρήσει σε κάτι; Δεν θα μου χρειάζεται η ίδια προσπάθεια για να κατανοήσω τον εργάτη και να ορίσω το έργο;
Συνεπώς δεν με βοήθησες σε τίποτε με τη θεμελίωση της χίμαιράς σου, θόλωσες το πνεύμα μου, δεν το διαφώτισες και οφείλω να σε μισώ αντί να σε ευγνωμονώ. Ο θεός σου είναι μια μηχανή που την κατασκεύασες για να εξυπηρετήσεις τα πάθη σου και την έκανες να κινείται σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, από τη στιγμή όμως που παρενοχλεί τα δικά μου, δέξου κι εγώ να την ανατρέψω, και την ώρα που η αδύναμη ψυχή μου έχει ανάγκη από ηρεμία και στοχασμό, μην έρχεσαι και την τρομοκρατείς με τα σοφίσματά σου που θα τη φόβιζαν δίχως να την πείσουν, θα την ερέθιζαν δίχως να τη βελτιώσουν, φίλε μου ετούτη η ψυχή είναι ό,τι θέλησε η φύση, το αποτέλεσμα δηλαδή των οργάνων που εκείνη εδέησε να μου δώσει σύμφωνα με τις βλέψεις και τις ανάγκες της, και καθώς έχει ανάγκη εξίσου και το βίτσιο και την αρετή, όποτε της άρεσε να με ωθήσει στο πρώτο, το έκανε, και όταν θέλησε το δεύτερο, μου ενέπνευσε την επιθυμία κι εγώ αφέθηκα όπως και να είχε.
Μόνο στους δικούς της νόμους να αναζητάς την εξήγηση της ανθρώπινης αστάθειας και ποτέ μην αναζητάς στους νόμους τις άλλες αρχές εκτός από τη βούληση και τις ανάγκες της.

Από τον διάλογο μεταξύ ετοιμοθάνατου και ιερέα (βιβλίο Μαρκήσιος ντε Σαντ [1740-1814]- «Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο»)