Αν το κοινό ξεφεύγει από την περιθωριοποίηση και την παθητικότητα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια «κρίση δημοκρατίας» που πρέπει να αντιμετωπιστεί, εξηγούν οι φιλελεύθεροι διανοητές, εν μέρει μέσω μέτρων για να τεθούν υπό έλεγχο οι οργανισμοί που ευθύνονται για την «κατήχηση των νέων» – σχολεία, πανεπιστήμια, εκκλησίες και συναφή- ακόμα και μέσω κυβερνητικού ελέγχου στα Μ.Μ.Ε. αν δεν αρκεί η αυτολογοκρισία.
Για τη διατύπωση αυτών των απόψεων, οι σύγχρονοι διανοητές αντλούν από καλές καταστατικές πηγές. Ο Τζέιμς Μάντισον υποστήριζε ότι η εξουσία πρέπει να ανατεθεί στον «πλούτο του έθνους», στην «πλέον ικανή ομάδα ανθρώπων», που κατανοούν ότι ρόλος της κυβέρνησης είναι να «προστατεύσει τη μειοψηφία των πλουσίων από την πλειοψηφία». Στην προ-καπιταλιστική κοσμοθεωρία του, ο Μάντισον είχε την πίση πως ο «φωτισμένος πολιτικός» και ο «καλοπροαίρετος φιλόσοφος»που επρόκειτο να ασκήσουν την εξουσία θα «διέκριναν το πραγματικό συμφέρον της πατρίδας τους»και θα διαφύλασσαν το δημόσιο συμφέρον από τις «αταξίες» των δημοκρατικών πλειοψηφιών.
Η αναγνώριση ότι ο έλεγχος της γνώμης είναι το θεμέλιο της κυβέρνησης, από την πιο δεσποτική έως την πιο φιλελεύθερη, ανάγεται τουλάχιστον στην εποχή του Ντέιβιντ Χιουμ, όμως θα πρέπει να προστεθεί μια διευκρίνιση: Είναι πολύ σημαντικότερος στις πιο ελεύθερες κοινωνίες, όπου η πειθαρχία δεν μπορεί να διατηρηθεί με το μαστίγιο. Είναι απολύτως φυσικό ότι οι σύγχρονοι θεσμοί ελέγχου της σκέψης – που ονομαζόταν «προπαγάνδα» επινοήθηκαν στις πιο ελεύθερες κοινωνίες.
Η Βρετανία πρωτοπόρησε με το υπουργείο Πληροφοριών, που ανέλαβε να «κατευθύνει τη σκέψη του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου». Ο Γουίλσον ακολούθησε λίγο μετά, με την Επιτροπή Δημοσίων Πληροφοριών του. Οι επιτυχίες της προπαγάνδας του ενέπνευσαν προοδευτικούς θεωρητικούς της δημοκρατίας και τη σύγχρονη βιομηχανία Δημοσίων Σχέσεων. Εξέχοντα μέλη της επιτροπής, όπως ο Λίπμαν και ο Έντουαρντ Μπέρνεϋ, άντλησαν σαφώς από αυτά τα επιτεύγματα στον έλεγχο της σκέψης, τον οποίο ο Μπέρνεϋ αποκάλεσε «το μηχανισμό της συναίνεσης… την πεμπτουσία της δημοκρατικής διαδικασίας». Ο όρος «προπαγάνδα» εμφανίστηκε ως λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα το 1922 και στην Εγκυκλοπαίδεια Κοινωνικών Επιστημών μια δεκαετία αργότερα, με την επιστημονική υποστήριξη του Χάρολντ Λάσγουελ προς τις νέες τεχνικές για έλεγχο της κοινής γνώμης. Οι μέθοδοι των πρωτοπόρων ήταν ιδιαιτέρως σημαντικές, γράφει ο Ράνταλ Μάρλιν στην Ιστορία της προπαγάνδας, λόγω της ευρύτατα διαδεδομένης μίμησης… από τη ναζιστική Γερμανία, τη Νότια Αφρική, τη Σοβιετική Ένωση και το αμερικανικό Πεντάγωνο», αν και τα επιτεύγματά της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων επισκίασαν τους πάντες.
Από το βιβλίο «Ηγεμονία ή Επιβίωση» του Νόαμ Τσόμσκυ